Σελίδες

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

θρησκευόμενος, -η, -ο

Ετυμολογία

θρησκευόμενος < θρησκεύομαι < αρχαία ελληνική θρησκεύω

Open book 01.svg Επίθετο

θρησκευόμενος, -η, -ο
  1. ο πιστός μιας θρησκείας ο οποίος ασκεί συστηματικά όσα νοούνται ως καθήκοντα σε αυτήν (π.χ. εκκλησιάζεται, μεταλαμβάνει κ.λπ.)

Books-aj.svg aj ashton 01.svg Συνώνυμα

Nuvola apps noatun.png Συγγενικές λέξεις