ΘΑΥΜΑΤΑ και "ΣΗΜΑΔΙΑ" 1
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Σελίδες
(Μετακίνηση σε …)
Αρχική σελίδα
▼
Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012
θρησκευόμενος, -η, -ο
Ετυμολογία
θρησκευόμενος
<
θρησκεύομαι
<
αρχαία ελληνική
θρησκεύω
Επίθετο
θρησκευόμενος, -η, -ο
ο πιστός μιας
θρησκείας
ο οποίος ασκεί συστηματικά όσα νοούνται ως καθήκοντα σε αυτήν (π.χ.
εκκλησιάζεται
,
μεταλαμβάνει
κ.λπ.)
Συνώνυμα
θρήσκος
θρησκευάμενος
Συγγενικές λέξεις
θρησκεύω
θρησκεία
θρήσκος
θρήσκευμα
‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού