Π.ΠΑΙΣΙΟΣ-Η αντιμετώπιση του θανάτου
Μνήμη θανάτου
- Γέροντα, τι πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;
- Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
- Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του
νεκρού, αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο
άνθρωπος;
- Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία.
Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του
νεκροταφείου. Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγη άλειωτος,
εξιλεώνεται κάπως με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.
- Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;
- Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε
ως διακονία να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν
την ώρα της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν:
«Αδελφέ, θα πεθάνουμε». Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα. Το
μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι
είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν, δεν θέλουν ούτε να
ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς είναι διπλός θάνατος και
διπλή στενοχώρια.
Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε,
ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που
φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο. Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται
το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να
τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται και αναγκάζονται να φιλοσοφούν
πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου. Και να θέλουν να κάνουν καμμιά
αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν. Ή ακούν ότι κάποιος
στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο.
Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία, οι ηλικιωμένοι που
κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους και ρωτούν να
μάθουν ποιος πέθανε και πότε γεννήθηκε. «Ω, τι γίνεται, λένε, φθάνει και
η δική μας σειρά· όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!». Καταλαβαίνουν
ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε να μαζεύεται
και ο Πολυχρόνης[41] πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο. Πες
σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά» και θα
συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε ο
Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα
αχρηστευόταν, γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο
Θεός σαν καλός Πατέρας να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη
ξένοιαστο και χαρούμενο το τόπι του. Όσο περνάει όμως η ηλικία,
σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.
Βλέπεις, και
ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος, δεν μπορεί να έχη μνήμη
θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του και δεν τον απασχολεί το
ζήτημα αυτό. Θυμάστε και ο Απόστολος Παύλος που είπε: «Φωνάξτε τους
νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»[42]; Και στα
μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους νεκρούς. Οι μεγάλοι
συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια και
ποτέ στο κεφάλι. Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι όπου είχε
πεθάνει ένας αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς «γη
ει και εις γην απελεύσει»[43], όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και
συστολή πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού, όπως
συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του, πήρε
το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε
εύρισκε μπροστά του, χώμα, πέτρες, ξύλα, παφ-παφ..., για να δείξη
παλληκαριά! Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του.
Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπη η
καλωσύνη, η θυσία, και να πη: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τι να περιμένω
από αυτούς; Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να
ξεκουράση τους άλλους. Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο
μάλλον να βλέπη τον αδελφό του στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με
μια ορμή και απρόσεκτα πάνω στον νεκρό χώμα, πέτρες... Αυτό δείχνει ότι
δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.
Η συμφιλίωση με τον θάνατο
- Γέροντα, έγινε η τελική διάγνωση. Ο όγκος που έχετε είναι καρκίνος, και μάλιστα άγριος.
- Φέρε ένα μαντήλι να χορέψω το «Έχε γεια, καημένε κόσμε»!
Εγώ ποτέ δεν χόρεψα στην ζωή μου, αλλά τώρα από την χαρά μου που
πλησιάζει ο θάνατος θα χορέψω.
- Γέροντα, ο γιατρός είπε
ότι πρέπει να γίνουν πρώτα ακτινοβολίες, για να συρρικνωθή ο όγκος, και
μετά να γίνη επέμβαση.
- Κατάλαβα! Πρώτα θα βομβαδίση η
αεροπορία και μετά θα γίνη η επίθεση! Λοιπόν θα πάω επάνω και θα σας
φέρω νέα!... Μερικοί, ακόμη και γέροι, αν τους πη ο γιατρός «θα πεθάνης»
ή «πενήντα τοις εκατό υπάρχει ελπίδα να ζήσης», στεναχωριούνται. Θέλουν
να ζήσουν. Τι θα βγάλουν; Απορώ! Αν είναι κανείς νέος, ε, κάπως
δικαιολογείται, αλλά ένας γέρος να κάνη προσπάθεια να ζήση, αυτό δεν το
καταλαβαίνω. Άλλο είναι να κάνη μια θεραπεία, για να μπορή να αντέξη
κάπως τον πόνο. Δεν θέλει δηλαδή να παρατείνη την ζωή του, αλλά θέλει
μόνο να είναι λίγο πιο υποφερτοί οι πόνοι και να αυτοεξυπηρετήται, μέχρι
να πεθάνη· αυτό έχει νόημα.
- Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να σας δώση παράταση ζωής.
- Γιατί, Ο Ψαλμός δεν λέει ότι εβδομήκοντα είναι τα χρόνια της ζωής μας[44];
- Προσθέτει όμως ο Ψαλμωδός και «εάν εν δυναστείαις, ογδοήκοντα»...
- Ναι, αλλά λέει και «το πλείον αυτών κόπος και πόνος»[45], οπότε καλύτερη η ανάπαυση στην άλλη ζωή!
- Μπορεί, Γέροντα, κάποιος από ταπείνωση να μην αισθάνεται
έτοιμος πνευματικά για την άλλη ζωή και να θέλη ακόμη να ζήση, για να
ετοιμασθή;
- Αυτό είναι καλό, αλλά που να ξέρει ότι, αν ζήση κι άλλο, δεν θα γίνη χειρότερος;
- Γέροντα, πότε συμφιλιώνεται κανείς με τον θάνατο;
- Ποτέ; Άμα ζη μέσα του ο Χριστός, τότε είναι χαρά ο
θάνατος. Όχι όμως να χαίρεται που θα πεθάνη, γιατί βαρέθηκε την ζωή του.
Όταν χαίρεσαι τον θάνατο, με την καλή έννοια, φεύγει ο θάνατος και πάει
να βρη κανέναν φοβητσιάρη! Όταν θέλης να πεθάνης, δεν πεθαίνεις. Όποιος
καλοπερνάει, φοβάται τον θάνατο, γιατί ευχαριστιέται με την κοσμική ζωή
και δεν θέλει να πεθάνη, Αν του πουν για θάνατο, λέει: «Κουνήσου από
την θέση σου»! Ενώ, όποιος ταλαιπωρείται, πονάει κ.λπ., θεωρεί τον
θάνατο λύτρωση και λέει: «Κρίμα, δεν ήρθε ακόμη ο Χάρος να με πάρη...
Κάποιο εμπόδιο θα τον βρήκε»!
Λίγοι άνθρωποι θέλουν τον
θάνατο. Οι πιο πολλοί κάτι θέλουν να τελειώσουν και δεν θέλουν να
πεθάνουν. Ο καλός Θεός όμως οικονομάει να πεθάνη ο καθένας, όταν
ωριμάση. Πάντως ένας πνευματικός άνθρωπος, είτε νέος είναι είτε γέρος,
πρέπει να χαίρεται που ζη, να χαίρεται που θα πεθάνη, αλλά να μην
επιδιώκη να πεθάνη, γιατί αυτό είναι αυτοκτονία.
Για
έναν πεθαμένο κοσμικά και αναστημένο πνευματικά δεν υπάρχει ποτέ καθόλου
αγωνία, φόβος και άγχος, γιατί περιμένει τον θάνατο με χαρά, επειδή θα
πάη κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται. Αλλά χαίρεται και γιατί ζη,
επειδή ζη πάλι κοντά στον Χριστό και νιώθει ένα μέρος της χαράς του
Παραδείσου επί της γης και διερωτάται αν υπάρχη ανώτερη χαρά στον
Παράδεισο από αυτήν που νιώθει στην γη. Τέτοιοι άνθρωποι αγωνίζονται με
φιλότιμο και αυταπάρνηση και, επειδή μπροστά τους τον θάνατο και τον
σκέφτονται καθημερινά, ετοιμάζονται πιο πνευματικά, αγωνίζονται
τολμηρότερα και νικούν την ματαιότητα.
Οι ετοιμοθάνατοι
- Γέροντα, μας ζήτησαν να ευχηθούμε για κάποιον που μέρες ψυχορραγούσε και δεν έβγαινε η ψυχή του.
- Γιατί δεν έβγαινε η ψυχή του; Εξομολογήθηκε;
- Όχι, δεν θέλησε να εξομολογηθή. Δηλαδή, Γέροντα, η
ταλαιπωρία του ανθρώπου, όταν βγαίνη η ψυχή του, οφείλεται στην
αμαρτωλότητά του;
- Δεν είναι απόλυτο αυτό. Ούτε όταν
βγαίνη η ψυχή του ανθρώπου ήρεμα, σημαίνει πως είναι σε καλή κατάσταση,
αλλά ούτε και όσοι ταλαιπωρούνται στα τελευταία τους σημαίνει πως έχουν
πολλές αμαρτίες. Είναι μερικοί που από μεγάλη ταπείνωση ζητούν επίμονα
από τον Θεό να έχουν άσχημο τέλος, για να μείνουν μετά τον θάνατό τους
στην αφάνεια. Ή μπορεί κάποιος να έχη άσχημο τέλος, για να ξεχρεώση λίγο
χρέος. Επειδή λ.χ. τον εγκωμίαζαν οι άνθρωποι περισσότερο από όσο
άξιζε, επιτρέπει ο Θεός να παρουσιάση παραξενιές την ώρα του θανάτου
του, για να ξεπέση στα μάτια των ανθρώπων. Άλλες φορές πάλι οικονομάει ο
Θεός να έχουν μερικοί δυσκολία, όταν ψυχορραγούν, για να καταλάβουν
όσοι είναι κοντά του πόσο δύσκολα είναι εκεί στην κόλαση, όταν δεν
τακτοποιηθής εδώ. Ενώ, εάν είναι τα χαρτιά καλά, είσαι δηλαδή
τακτοποιημένος, περνάς από την μια ζωή στην άλλη, χωρίς να σε πλησιάζουν
καθόλου τα ταγκαλάκια.
- Γέροντα, σε έναν ετοιμοθάνατο ή σε κάποιον που έχει μια σοβαρή αρρώστια είναι σωστό να μην πούμε την αλήθεια;
- Ανάλογα και με το τι άνθρωπος είναι. Καμμιά φορά, με
ρωτάει κανένας καρκινοπαθής: «Τι λες, Γέροντα, θα ζήσω ή θα πεθάνω;». Αν
του πω «θα πεθάνης», θα πεθάνη εκείνη την ώρα από την στενοχώρια του.
Ενώ, αν δεν του το πω, παίρνει κουράγιο και αντιμετωπίζει με θάρρος την
αρρώστια του. Όταν ωριμάση, σηκώνει μόνος του τον σταυρό του και
προχωράει. Έτσι μπορεί να ζήση μερικά χρόνια, να συμπαρασταθή στην
οικογένειά του και να ετοιμασθή και αυτός και οι δικοί του. Δεν του λέω
φυσικά ότι θα ζήση χίλια χρόνια ή ότι αυτό που έχει δεν είναι τίποτε,
αλλά του λέω: «Ανθρωπίνως είναι δύσκολο να βοηθηθής. Φυσικά για τον Θεό
δεν είναι τίποτε δύσκολο, αλλά εσύ κοίταξε να τακτοποιηθής».
- Μερικές φορές, Γέροντα, οι δικοί του διστάζουν να τον κοινωνήσουν, για να μην τον βάλουν σε λογισμούς.
- Δηλαδή να πάη ακοινώνητος, για να μην καταλάβη ότι θα
πεθάνη και στεναχωρεθή; Ας του πουν οι δικοί του: «Η Θεία Κοινωνία είναι
φάρμακο. Θα σε βοηθήση. Καλά είναι να κοινωνήσης». Οπότε κοινωνάει,
βοηθιέται και συγχρόνως ετοιμάζεται για την άλλη ζωή.
- Γέροντα, στους ψυχορραγούντας πρέπει να κάνουν Ευχέλαιο;
- Σε όσους δυσκολεύονται να ξεψυχήσουν, διαβάζουν την
«Ακολουθία εις ψυχορραγούντα»[46]. Το Ευχέλαιο γίνεται για όλους τους
αρρώστους, δεν γίνεται μόνο για όσους βρίσκονται στα τελευταία τους.
- Αυτά που λέει, Γέροντα, κανείς, όταν ψυχορραγή, έχουν κάποια σχέση με την κατάστασή του;
- Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα. Μπορεί κάποιος την
ώρα που ξεψυχάει να πονάη, να ζορίζεται και το πρόσωπό του να έχη την
έκφραση του πόνου, οπότε οι άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι καλά ψυχικά.
Διαφέρει όμως η πονεμένη έκφραση από την άλλη που είναι άγρια και
τρομαγμένη. Εκείνος υποφέρει, έχει τον πόνο του ο καημένος και οι άλλοι
μπορεί να λένε ότι παλεύει με τα δαιμόνια που ήρθαν να του πάρουν την
ψυχή!
- Γέροντα, μια ψυχή που φεύγει από αυτήν την ζωή τακτοποιημένη θα περάση από τα τελώνια;
- Όταν μια ψυχή είναι τακτοποιημένη και ανεβαίνη στον
Ουρανό, δεν μπορούν τα ταγκαλάκια να την πειράξουν. Ενώ, αν δεν είναι
τακτοποιημένη, βασανίζεται από τα ταγκαλάκια. Μερικές φορές μάλιστα ο
Θεός επιτρέπει να βλέπη τα τελώνια η ψυχή του ανθρώπου που έχει χρέη,
την ώρα που ψυχορραγεί, για να βοηθήση εμάς που θα ζήσουμε ακόμη, ώστε
να αγωνισθούμε να εξοφλήσουμε εδώ τα χρέη μας. Θυμάστε το γεγονός με την
Θεοδώρα[47]; Οικονομάει δηλαδή να βλέπουν μερικοί ορισμένα πράγματα,
για να βοηθηθούν οι άλλοι και να μετανοήσουν. Στον βίο του Οσίου
Ευφροσύνου[48] λ.χ. διαβάζουμε ότι ο Ηγούμενος, μετά από το όραμα που
είδε, βρέθηκε με τα μήλα στο χέρι, για να τα δουν οι άλλοι και να
βοηθηθούν.
Καμμιά φορά πάλι οικονομάει ο Θεός να έχη η
ψυχή έναν διάλογο την ώρα που ξεψυχάει, για να μετανοήση ο ίδιος ο
άνθρωπος που βρίσκεται στα τελευταία του ή αυτοί που τον ακούν. Βλέπεις,
ο Θεός έχει πολλούς τρόπους που σώζει τον άνθρωπο. Πότε βοηθάει με
Αγγέλους, πότε με δοκιμασίες ή με διάφορα σημεία. Είχα γνωρίσει μια
γυναίκα που φερόταν βάρβαρα στον άνδρα της και στην πεθερά της· τους
έδερνε και τους δύο. Εκείνη γύριζε στις γειτονιές και κουβέντιαζε και
την πεθερά της, που ήταν γριούλα, την έστελνε κάθε μέρα στο χωράφι.
Πήγαινε η φουκαριάρα η γριά κάθε μέρα στο χωράφι, δυο ώρες δρόμο,
σβαρνίζοντας τα πόδια της και δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να
παραπονιέται. Ώσπου μια μέρα, μόλις γύρισε στο σπίτι, πτώμα από την
κούραση, έπεσε κάτω και έλεγε στην νύφη της: «Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ μου
παίρνει την ψυχή. Σκούπισε, παιδάκι μου, τα αίματα». «Ποια αίματα,
γιαγιά;», την ρωτούσε με αγωνία η νύφη, γιατί δεν έβλεπε να έχη αίματα
επάνω της. «Να, παιδάκι μου, τα αίματα που τρέχουν! Σκούπισέ τα,
σκούπισέ τα!». Γυρίζει η νύφη να κοιτάξη, και η γιαγιά είχε ξεψυχήσει.
Μετά από αυτό το περιστατικό συνετίσθηκε και άλλαξε ζωή· από θηρίο έγινε
αρνί. Ήταν οικονομία Θεού να δη την πεθερά της να ξεψυχάη με αυτά τα
λόγια, να πιστέψη ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παίρνει τις ψυχές δήθεν με το
σπαθί, για να φοβηθή και να μετανοήση. Της μίλησε δηλαδή ο Θεός με την
γλώσσα που καταλάβαινε, για να συνέλθη, γιατί, φαίνεται, θα είχε καλή
διάθεση.
- Και όταν, Γέροντα, ο ετοιμοθάνατος φωνάζη κεκοιμημένους συγγενείς του, τι σημαίνει;
- Πολλές φορές και αυτό γίνεται, για να παραδειγματίζωνται
οι άλλοι που είναι κοντά στον ετοιμοθάνατο. Γνώρισα μια πλούσια κυρία,
που ήταν αγία γυναίκα. Δεν είχε παντρευτή και έμενε με την αδελφή της,
στην οποία είχε δώσει όλη την περιουσία της. Ο γαμπρός της, που πέθανε
μετά από αυτήν, όταν ξεψυχούσε, την φώναζε: «Έλα, Δέσποινα, να
συγχωρεθούμε. Να με συγχωρέσης..., πολύ σε ταλαιπώρησα, να με
συγχωρέσης!». «Που είναι η Δέσποινα;», τον ρώτησαν. «Να, δεν την
βλέπετε; να, εκεί είναι!» τους είπε και μετά ξεψύχησε.
-
Συγχωρούνται, Γέροντα, έτσι οι άνθρωποι, ακόμη και την τελευταία στιγμή
της ζωής τους με κάποιον που έχει ήδη πεθάνει;
-
Επιτρέπει ο Θεός, έστω και έτσι να συγχωρεθούν, επειδή ο άνθρωπος, την
ώρα που πεθαίνει, μετανοιώνει και αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση
συγγνώμη.
Η αυτοκτονία
- Γέροντα,
μερικοί άνθρωποι, αν συναντήσουν κάποια μεγάλη δυσκολία στην ζωή τους,
αμέσως σκέφτονται να αυτοκτονήσουν;
- Μπαίνει ο εγωισμός
στην μέση. Οι περισσότεροι που αυτοκτονούν, ακούν τον διάβολο που τους
λέει πως, αν τερματίσουν την ζωή τους, θα γλιτώσουν από το εσωτερικό
βάσανο που περνούν, και από εγωισμό αυτοκτονούν. Αν λ.χ. κάνη κάποιος
μια κλεψιά και αποδειχθή ότι έκλεψε, «πάει, λέει, τώρα έγινα ρεζίλι»
και, αντί να μετανοήση, να ταπεινωθή και να εξομολογηθή, για να λυτρωθή,
αυτοκτονεί. Άλλος αυτοκτονεί, γιατί το παιδί του είναι παράλυτο. «Πως
να έχω παράλυτο παιδί εγώ;» λέει και απελπίζεται. Αν είναι υπεύθυνος γι’
αυτό και το αναγνωρίζη, ας μετανοήση. Πως βάζει τέρμα στην ζωή του και
αφήνει το παιδί του στον δρόμο; Δεν είναι πιο υπεύθυνος μετά;
- Γέροντα, συχνά ακούμε για κάποιον που αυτοκτόνησε ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα.
- Οι ψυχοπαθείς, όταν αυτοκτονούν, έχουν ελαφρυντικά, γιατί
είναι σαλεμένο το μυαλό τους. Και συννεφιά να δουν, νιώθουν ένα
πλάκωμα. Αν έχουν και μια στενοχώρια, έχουν διπλή συννεφιά. Γι’ αυτούς
όμως που αυτοκτονούν χωρίς να είναι ψυχοπαθείς – καθώς και για τους
αιρετικούς -, δεν εύχεται η Εκκλησία, αλλά τους αφήνει στην κρίση και
στο έλεος του Θεού. Ο ιερέας δεν μνημονεύει τα ονόματά τους στην
Προσκομιδή ούτε τους βγάζει μερίδα, γιατί με την αυτοκτονία αρνούνται,
περιφρονούν την ζωή που είναι δώρο του Θεού. Είναι σαν να τα πετούν όλα
στο πρόσωπο του Θεού.
Αλλά εμείς πρέπει να κάνουμε πολλή
προσευχή για όσους αυτοκτονούν, για να κάνη κάτι ο Καλός Θεός και γι’
αυτούς, γιατί δεν ξέρουμε πως έγινε και αυτοκτόνησαν, ούτε σε τι
κατάσταση βρέθηκαν την τελευταία στιγμή. Μπορεί, την ώρα που ξεψυχούσαν,
να μετάνοιωσαν, να ζήτησαν συγχώρηση από τον Θεό και να έγινε δεκτή η
μετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την παρέλαβε Άγγελος Κυρίου.
Είχα ακούσει ότι ένα κοριτσάκι σε ένα χωριό πήγε να βοσκήση
την κατσίκα τους. Την έδεσε στο λιβάδι και πήγε πιο πέρα να παίξη.
Ξεχάστηκε όμως στο παιχνίδι και η κατσίκα λύθηκε και έφυγε. Έψαξε, αλλά
δεν την βρήκε και γύρισε στο σπίτι χωρίς την κατσίκα. Ο πατέρας του
θύμωσε πολύ, το έδειρε και το έδιωξε από το σπίτι. «Να πας να βρης την
κατσίκα, του είπε. Αν δεν την βρης, να πας να κρεμασθής». Ξεκίνησε το
ταλαίπωρο να πάη να ψάξη. Βράδιασε και αυτό ακόμη δεν είχε γυρίσει στο
σπίτι. Οι γονείς, βλέποντας ότι νύχτωσε, βγήκαν ανήσυχοι να βρουν το
παιδί. Έψαξαν και το βρήκαν κρεμασμένο σε ένα δένδρο. Είχε δέσει στον
λαιμό του το σχοινί της κατσίκας και κρεμάστηκε στο δένδρο. Το κακόμοιρο
είχε φιλότιμο και πήρε κατά γράμμα αυτό που του είπε ο πατέρας του. Το
έθαψαν μετά έξω από το κοιμητήρι.
Η Εκκλησία φυσικά καλά
έκανε και το έθαψε απ’ έξω, για να φρενάρη όσους αυτοκτονούν για το
παραμικρό, αλλά και ο Χριστός καλά θα κάνη, αν το βάλη μέσα στον
Παράδεισο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου