ὑπάρχουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἅγιοι πού καθορίζουν τό πότε μολυνόμεθα καί πότε καί πῶς συμμετέχομε εἰς τήν αἵρεσι.
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ
Φράσεις από πηγή
...Και παραγράφους:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ
Φράσεις από πηγή
...Και παραγράφους:
Τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος πού ἀποτελεῖ καί τό ἐπισφράγισμα καί τήν αἰτιολογία τῆς ὅλης ὁμολογιακῆς στάσεως καί ἐνστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων μᾶς ἀναγκάζει νά ἀναφέρωμε ὀλίγα τινά διά τό σοβαρό θέμα τῶν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» καί διά τήν ὑπόθεσιν τοῦ σχίσματος. Κατ’ ἀρχάς ἡ ἀναφορά τοῦ Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» μᾶς ὁδηγεῖ στήν σκέψι, ὅτι πρέπει νά διακρίνωμε, ὡς Ὀρθόδοξοι, τούς Ἐπισκόπους ἀπό τούς ψευδεπισκόπους διά νά μήν πλανηθοῦμε καί ὅτι πρέπει αὐτό νά τό πράξωμε, πρίν τό πράξη τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο.
Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο, τόν ὄντως Ἐπίσκοπο, τόν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ εὑρισκόμενο, εἶναι ἀδύνατον κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος νά ἀποσχισθῆ, ἔστω καί ἄν αὐτός κατακριθῆ ἤ καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο, ὅπως συνέβη μέ τόν ἅγ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί ἄλλους ἁγίους. Δηλαδή ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο οὐδέποτε κάποιος ἀπομακρύνεται, ἀλλά τόν ἀκολουθεῖ ὡς τόν σταυρό καί ἄν δύναται συσταυρώνεται καί αὐτός μαζί του. Ἀντιθέτως μέ τόν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο, τόν τό σχῆμα μόνο ἔχοντα τοῦ Ἐπισκόπου, τόν κατά τό φαινόμενον προστάτη τοῦ ποιμνίου καί κατά τό νοούμενον ἀποστάτη τοῦ Εὐαγγελίου, οὐδέποτε κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος συντάσσεται καί συνοδοιπορεῖ, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτόν, ὅπως κάποιος ἀπομακρύνεται ἀπό κάποιον ἔχοντα κολλητική ἀσθένεια. Ὁ ψευδεπίσκοπος εἶναι ὅ,τι χειρότερο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι τό ὄργανο τοῦ διαβόλου διά τοῦ ὁποίου θά χειρώση (θά βάλη στό χέρι κατά τό δή λεγόμενο) τούς πιστούς.
***
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι». Τό «ὡς ὀρθόδοξοι» σημαίνει ὅτι, εἰς τήν ὑπάρχουσα καί κηρυττομένη αἵρεσι, οἱ ἀποτειχισθέντες ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσιν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Δηλαδή σιωπηλά ἐννοεῖται ὅτι οἱ ὑπόλοιποι μή ἀποτειχισθέντες δέν ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσι, δέν ἐβοήθησαν εἰς τήν παροῦσα αἵρεσι τήν Ἐκκλησία νά ὀρθοδοξήση, ἀλλά ἐβοήθησαν διά τῆς δειλίας των τήν αἵρεσι νά ἑδραιωθῆ. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ μέν ἀξιώνονται τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὑποκύψαντες καί συμβιβασθέντες εἶναι ἄξιοι κατηγορίας καί τιμωρίας.
Εκκλησία, Ιερομόναχος π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου