Σεράπειος Μάρκος. Το Λάβαρο του Αρκαδιού.
Σεράπειος Μάρκος.
Το Λάβαρο του Αρκαδιού.
Βρισκόμαστε στο Ηράκλειο, το 1870. Έχουν περάσει 4 έτη από της ολκαυτώσεως του Αρκαδίου.
-Έξω από το ντουκιάνι του Σηφογιώργη, απέναντι από το συντριβάνι κάθουνται ο μοναχός της Μονής Αρκαδίου Συμεών Γαβράς από τους Αποστόλους, μαζί με τους επίσης μοναχούς Παρθένιον Κανακάκιν και Γεράσιμον Πικράκιν.
Η ώρα είναι περίπου 1, η συνέλευσις έχει διακόψει επ' ολίγον διά να μεταβούν οι Ιεράρχαι με την ακολουθίαν των διά το γεύμα. Την ώρα αυτή εισέρχεται ένας Τούρκος αξιωματικός εις το ντουκιάνι του Σηφογιώργη για να πιη μια ρακή ως συνήθιζε πριν πάει σπίτι του για φαί. Καθόταν στο δρόμο που τώρα δα είναι ο ΟΤΕ Ηρακλείου.
Τη στιγμή όμως που η τσικουδιά του ήταν έτοιμη απάνω στο τεζγιάκι, το μάτι του έπεσε πάνω στους μοναχούς, τους κοιτά με μεγάλη προσοχή και σκύβοντας στο αυτί του Σηφογιώργη τον ρωτά.
-Δεν μου λες μπρε ανεκατές, τουτινέ οι καλόγεροι από πούναι;
-Απού τ' Αρκάδι ακούω γιούμπασή μου πως είναι.
Χωρίς να ρωτήσει τίποτε άλλο παίρνει τη τσικουδιά του και πηγαίνει και καθίζει μαζί με τους μοναχούς.
-Δεν ερώτηξα δα ανέ με θέτε στην παρέα σας μα ανέ δε με θέτε να φύγω.
Βέβαια οι μοναχοί δεν μπορούσαν να του πουν φύγε και έτσι αναγκάστηκαν να τον αφήσουν να κάτσει μαζί των.
Τότε γυρίζει και τους λέει:
-Ήθελα να κατέω μπρε, και με τους τρεις σας έχω παίξει μπαλωθιές στ' Αρκάδι.
Εις αυτόν αμέσως ο Συμεών απαντά χωρίς καν να φοβηθεί ή να ανησυχήσει διά την ερώτηση του Τούρκου.
-Όσκες, εγώ μόνο ήμουνε 'κεια γιατί τούτινε οι γ' άλλοι είναι καινούργιοι.
-Δηλαδή του λόγου σου θα μπαλώταρες εκειά με την ψυχή σου; κατέστο πως εμπόριες να μ' έχεις και σκοτωμένο;
-Ό,τι έγινε γιούμπαση έγινε, εσάξετέ μας του λόγου σας μα εσάκαμέ σας και μεις.
-Δεν είναι ετσά που το λες Παπά γιατί ανέ προλαβαίναμεν εμείς (ο τακτικός στρατός) το μακελειό κιονά δε θελά γενεί.
Μόνο οι χωριανοί, οι γειτόνοι σας, οι δικοί σας οι Τουρκοκρητικοί ό,τι κάμανε. Μα και το Δημακόπουλο, δεν θα σκότωναν αν δεν ανατσατσάρωνεν. Μα είπες εδά, πως ό,τι έγινε έγινε γι' αυτό ας μη το κουβεντιάζουμε μπλειό.
Στάθηκε λίγο σκεπτικός κι έπειτα απευθυνόμενος πάλι στο Συμεών του λέει.
-Εδά που γενήκαμε φίλοι μην αναστοράσαι πως οψές ήμαστον εχθροί μόνο ανέ θέλεις έλα στο κονάκι μου να σου δώσω ένα Ευαγγέλιο του Μοναστηριού σας που τ' άρπαξα όντε το πατήσαμενε.
-Δε με νοιάζει να 'ρθω μόνο γερά γερά γιατί 'χομενε κι άλλη δουλειά.
Σηκωθήκανε όλοι κι ενώ ο Συμεών λέει του Τούρκου, προχώρα μ' ακλουθώ σου, φωνάζει τον Παρθένιο και του λέει.
-Δεν κατέω ίντα μου γυρεύει τουτοσές ο Τουρκαλάς μα είπα του πως θα πάω και θα πάω. Πράμα ψυχανεμίζομαι θεόψυχά μου γιατί κανένα Ευαγγέλιο γη τεφτέρι δεν μας επήρανε γιατί αυτοί γυρεύουνε χρυσάφι, το λοιπός του λόγου σου ακλούθιε από πίσω να δεις που θα μπούμενε. Θα κάτσεις απόξω να μ' ανημένεις και μη φοβάσαι γιατί βαστώ την πιστόλα μου κι αν ακούσεις μπαλοθιές ότι σου κατεβεί κεινηνά την ώρα κάμε.
Εξεκινήσαμε λοιπόν ενώ ο Παρθένιος από απόσταση παρακολουθεί.
Φτάνουν στο σπίτι κι ο Τούρκος οδηγεί τον Συμεών σ' ένα δωμάτιο με ονειρώδη επίπλωση. Εκάλεσε όμως και τη χανούμισσα και συστήνοντας της το μοναχό της λέει:
-Ξάνοιξε δα μοναχή σου να πιστέψεις με ίντα σόϊ παλικάρι εκάναμε τον πόλεμο στ' Αρκάδι, ξάνοιξε λεβεντιά.
Ο Συμεών Γαβράς, από τους Αποστόλους Αμαρίου, ήταν πράγματι ένα παλικάρι 38 χρονών, τότε, με επιβλητικό παράστημα, με πλάτες μεγάλες και πανήψηλος, με βλέμμα αετού. Αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο εις την Κρητική επανάσταση και απέθανε στις 8 Νοεμβρίου 1914 στη Μονή Ασωμάτων Αμαρίου.
Η χανούμισσα με θαυμασμό ατενίζει και τον χαιρετά. Τον κερνούν κανταίφι, του προσφέρουν καφέ και η διήγηση των πολεμικών περιπετειών των δίδει και παίρνει.
-Δεν μου λες Παπά εμάθετε ίντα λογιώς εσκοτώθηκεν ο Γούμενος σας;
Γιατί τότεσας ελέγανε πως μοναχός του σκοτώθηκε για να μην τόνε πιάσομενε.
-Δεν κατέω αγά γιατί ακόμη δεν το ξεκαθαρίσαμε, μα δεν το πιστεύω γιατί ο Γαβριήλ ήτανε παλικάρι.
-Μια φορά παλικαράς ήτανε κι 'ηφαέ μας κορμιά μα ήφαέ μας.
Η συζήτηση διεξήγετο σε πρωτοφανή φιλικό τόνο. Μα ας δούμε και απ' λεξω από το κονάκι τι γινόταν;
Ο Παρθένιος κάθιδρος, αγωνιών έκοβε νευρικές βόλτες πάνω κάτω, περιμένοντας, ωτακουστώντας ανήσυχος, σχεδόν μαινόμενος.
Η ώρα περνούσε, η συζήτηση άρεσε στο Συμεών μα έβλεπε ότι ο σκοπός της επισκέψεως δεν εκπληρούται.
Γι' αυτό κατά τις 4 η ώρα σηκώθηκε έτοιμος να φύγει.
-Αρέσει μου αγά η κουβέντα σου μα πρέπει να μισέψω γιατί έχω και 'γω και 'γω δουλειές μου.
Τότε ο Τούρκος αξιωματικός απευθυμενος στη γυναίκα του της λέει.
-Ε άντε δα Χανούμ να φύγει και των δυο μας ένα βάρος από πάνω μας άνοιξε το σεντούκι που 'ναι στο μέσα οντά και φέρετο.
Γεμάτη χαρά η χανούμισσα τρέχει και σε λίγο επιστρέφει κρατώντας στα χά της με πραγματική ευλάβεια το ιστορικό Λάβαρο τ' Αρκαδιού.
-Παρμένο τό 'χα Παπά μου από τ' Αρκάδι για ενθύμιο κι' όμως και 'γω κι η χανούμι μου δεν εθωρούσαμε την ώρα να το γυρίσωμε στη Μονή γιατί εκειά 'ναι η θέση του και όχι μέσα στο σεντούκι μου.
Πάρε το το λοιπός και πες του Γούμενού σας και των αλλονών καλογέρω πως είναι και Τούρκοι καλοί άνθρωποι κι όντε θα ξαναρθείς στο Κάστρο πέρασε από παέ να μας σε ξαναδείς.
Με απερίγραφτη χαρά ο Συμεών γονάτησε και φίλησε το Λάβαρο και τό 'χωσε κάτω από το ράσο του και το παρέδωσε στο Ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής.
Το λάβαρο αυτό βρίσκεται σήμερο σε πολυτελή κρυσταλλόφρακτη προθήκη στο Μουσείο τ' Αρκαδιού.
Αρχείο-Στλλογή: Δανδόλειος Βιβλιοθήκη.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου