Άγιος Φανούριος, ΑΝΟΙΧΤΟΣ!!!
Όλα κι όλα, εδώ θα γράψω δυο λογάκια! Μήνες περίμενα!
...Και που λες, να είσαι διακοπές για να ξεκουραστεί ο άντρας σου (που δουλεύει 340 μέρες το χρόνο 12αωρα και βάλε), να βλέπεις να τελειώνει η άδεια και για να μη του την σπάσεις που προτιμάει την θάλασσα, παρά να τρέχει στα βουνά και στα εξωκλήσια, να τολμάς να τον ρωτάς δειλά: "Τελικά, θα με πας στον Άγιο Φανούριο;"
Ήταν το πρώτο μου και το τελευταίο μου ξεστόμισμα, σε όλες τις διακοπές μας. Στα άλλα εξωκλήσια περνάγαμε απ' έξω, κι εκεί ήταν το παρακάλεμα: "Θα σταματήσουμε λίγο, για δυο φωτογραφίες;"
Τί δυο; Εκατόν δυο! Και η σακκουλίτσα με το λαδάκι, καντηλήθρες κ.λ.π. σε ετοιμότητα... πάντα!
Ξέμεινα καναδυό φορές, αλλά βρίσκονταν τρόπος, γιατί με ΉΘΕΛΑΝ από ΨΗΛΑ!!
Ν' ακούς, "ΝΑΙ", λοιπόν, να παίρνει τον ανήφορο, όχι με ιδιαίτερα κέφια, ν' αρχίζει και ο ήλιος να ψηλώνει και να με αγχώνει, να μας παρακολουθούν τα ελικόπτερα, απ' τον Άθανα και πάνω να έχει ο δρόμος τα χάλια του, να προσεύχεσαι νοερά για κάθε πέτρα και λακκούβα που συναντούσαν οι ρόδες μας, να προσεύχεσαι και να του Δίνει υπομονή, να μην τ' ακούσεις (κι ακόμα δεν φτάσαμε!), να μην ξέρεις ή καλύτερα, να μη θυμάσαι πότε ακριβώς είναι η γιορτή του Αγίου, απλά, τελευταία, μια φορά το χρόνο, θες να πας ΕΚΕΙ Ψηλά, για πολλούς λόγους!
Και να φτάνεις, και να βρίσκεις ανοιχτά! Ώ, Άγιε, Μεγαλοδύναμε! Τί χαρά, απρόσμενη! Τί ευλογία!
...Και να σού κόβει την χαρά, μια αγριοφωνάρα, από στόμα αγαπημένο:
"Ανοιχτά είναι, αλλά ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ! Να 'ρθεις τ' απόγευμα που είναι η αγρυπνία!"
Τί είπε τώρα η γυναίκα; (νεοκόρος). Τρελάθηκα!
Πού σε πονεί και πού σε σφάζει;
Δεν μ' έχει ξαναδεί άνθρωπος πιο νευριασμένη.
"Τί είπες; Κι εσύ τί είσαι; Χωροφύλακας; Ποιος σού έδωσε την άδεια να μού απαγορεύσεις; Ό ίδιος ο Άγιος;" (Είπα κι άλλα.)
"Ο Άγιος δεν είναι μέσα. Δεν θα τον δεις. Καθαρίζουμε. Τζάμπα θα μπεις."
Εν ολίγοις, αφού είπα: "Το ξέρω ότι δεν είναι μέσα, Έφυγε!" εννοούσα ότι το ήξερα, πράγματι.
Φυσικά μπήκα, άναψα κεράκι, κ.λ.π. φωτογράφησα, πήρα και την σφουγγαρίστρα και καθάρισα ότι λέρωσαν τα πόδια μου, (και αν! δεν υπήρχαν πατημασιές, λες και πέρασα αόρατα) γιατί ό, τι λέρωσε το στόμα μου, ήθελε εξομολόγο.
Όταν βγήκα, η γνωστή και αγαπημένη, έτσι κι αλλιώς, είχε μαλακώσει.
Την ρώτησα αν θα φερνότανε έτσι η μαμά της,(που ήταν και εκείνη νεοκόρος) σε μένα ή στην μάννα μου.
Την ρώτησα αν θυμάται, ποιοι βοήθησαν οικονομικά (με εράνους) και όχι μόνο, για να γίνουν κάποτε, αυτά τα εκκλησάκια.
Της θύμισα ότι Ιεροί Χώροι, θέλουν ευλάβεια και όχι τσαμπουκά, κι ότι η δουλειά της, δεν είναι μόνο δουλειά.
Αυτά και δεν φταίει βέβαια η γυναίκα! Τόσο ξέρει. Μού το είχε ξανακάνει στον Άγιο Τριαντάφυλλο, αλλιώς.
Είχα πάει γιασεμί και δυο τριαντάφυλλα απ' την αυλή της μάννας και μόνο που δεν μού τα πέταξε... στην αρχή.
Μετά, όταν της είπα: "Αν ήταν της δικής σου μάνας, λουλούδια... θα τα πέταγες;"
...Δάκρυ κρύφτηκε, είδα, όπως είδα και τα λουλούδια μου στο βάζο με τους λευκούς υακίνθους στην Ωραία Πύλη!
Μού είχε απάντηση στην αγρυπνία του Αγίου:
"Ναι, ΕΚΕΙ, θα τα έβαζε!"
Αυτά είχα να πω... Τα κρατούσα με παράπονο.
Έχω στερηθεί τόσο πολύ το χωριό μου, γίνομαι θηρίο όταν μού αρνούνται δυο πράγματα απλά, τόσο καθημερινά για τους άλλους, τόσο ΟΝΕΙΡΟ όμως, για μένα!
Κοίτα να δεις!
Τώρα τα έγραψα... και κατασυγκινήθηκα.
9 και 28. Στον αέρα όλες οι πρόχειρες αναρτήσεις, ανάσα, και προσεχώς σύντομα, διορθώνω και συμπληρώνω.
Μια άγνωστη κοπέλα σε μένα, βοηθούσε στο καθάρισμα, καθώς και άλλοι.
Ε, ρε, και να ζούσα εκεί!Δε θα έφευγα απ' τα εξωκλήσια, είτε γιόρταζαν, είτε όχι.
****************************
Όλα κι όλα, εδώ θα γράψω δυο λογάκια! Μήνες περίμενα!
...Και που λες, να είσαι διακοπές για να ξεκουραστεί ο άντρας σου (που δουλεύει 340 μέρες το χρόνο 12αωρα και βάλε), να βλέπεις να τελειώνει η άδεια και για να μη του την σπάσεις που προτιμάει την θάλασσα, παρά να τρέχει στα βουνά και στα εξωκλήσια, να τολμάς να τον ρωτάς δειλά: "Τελικά, θα με πας στον Άγιο Φανούριο;"
Ήταν το πρώτο μου και το τελευταίο μου ξεστόμισμα, σε όλες τις διακοπές μας. Στα άλλα εξωκλήσια περνάγαμε απ' έξω, κι εκεί ήταν το παρακάλεμα: "Θα σταματήσουμε λίγο, για δυο φωτογραφίες;"
Τί δυο; Εκατόν δυο! Και η σακκουλίτσα με το λαδάκι, καντηλήθρες κ.λ.π. σε ετοιμότητα... πάντα!
Ξέμεινα καναδυό φορές, αλλά βρίσκονταν τρόπος, γιατί με ΉΘΕΛΑΝ από ΨΗΛΑ!!
Ν' ακούς, "ΝΑΙ", λοιπόν, να παίρνει τον ανήφορο, όχι με ιδιαίτερα κέφια, ν' αρχίζει και ο ήλιος να ψηλώνει και να με αγχώνει, να μας παρακολουθούν τα ελικόπτερα, απ' τον Άθανα και πάνω να έχει ο δρόμος τα χάλια του, να προσεύχεσαι νοερά για κάθε πέτρα και λακκούβα που συναντούσαν οι ρόδες μας, να προσεύχεσαι και να του Δίνει υπομονή, να μην τ' ακούσεις (κι ακόμα δεν φτάσαμε!), να μην ξέρεις ή καλύτερα, να μη θυμάσαι πότε ακριβώς είναι η γιορτή του Αγίου, απλά, τελευταία, μια φορά το χρόνο, θες να πας ΕΚΕΙ Ψηλά, για πολλούς λόγους!
Και να φτάνεις, και να βρίσκεις ανοιχτά! Ώ, Άγιε, Μεγαλοδύναμε! Τί χαρά, απρόσμενη! Τί ευλογία!
...Και να σού κόβει την χαρά, μια αγριοφωνάρα, από στόμα αγαπημένο:
"Ανοιχτά είναι, αλλά ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ! Να 'ρθεις τ' απόγευμα που είναι η αγρυπνία!"
Τί είπε τώρα η γυναίκα; (νεοκόρος). Τρελάθηκα!
Πού σε πονεί και πού σε σφάζει;
Δεν μ' έχει ξαναδεί άνθρωπος πιο νευριασμένη.
"Τί είπες; Κι εσύ τί είσαι; Χωροφύλακας; Ποιος σού έδωσε την άδεια να μού απαγορεύσεις; Ό ίδιος ο Άγιος;" (Είπα κι άλλα.)
"Ο Άγιος δεν είναι μέσα. Δεν θα τον δεις. Καθαρίζουμε. Τζάμπα θα μπεις."
Εν ολίγοις, αφού είπα: "Το ξέρω ότι δεν είναι μέσα, Έφυγε!" εννοούσα ότι το ήξερα, πράγματι.
Φυσικά μπήκα, άναψα κεράκι, κ.λ.π. φωτογράφησα, πήρα και την σφουγγαρίστρα και καθάρισα ότι λέρωσαν τα πόδια μου, (και αν! δεν υπήρχαν πατημασιές, λες και πέρασα αόρατα) γιατί ό, τι λέρωσε το στόμα μου, ήθελε εξομολόγο.
Όταν βγήκα, η γνωστή και αγαπημένη, έτσι κι αλλιώς, είχε μαλακώσει.
Την ρώτησα αν θα φερνότανε έτσι η μαμά της,(που ήταν και εκείνη νεοκόρος) σε μένα ή στην μάννα μου.
Την ρώτησα αν θυμάται, ποιοι βοήθησαν οικονομικά (με εράνους) και όχι μόνο, για να γίνουν κάποτε, αυτά τα εκκλησάκια.
Της θύμισα ότι Ιεροί Χώροι, θέλουν ευλάβεια και όχι τσαμπουκά, κι ότι η δουλειά της, δεν είναι μόνο δουλειά.
Αυτά και δεν φταίει βέβαια η γυναίκα! Τόσο ξέρει. Μού το είχε ξανακάνει στον Άγιο Τριαντάφυλλο, αλλιώς.
Είχα πάει γιασεμί και δυο τριαντάφυλλα απ' την αυλή της μάννας και μόνο που δεν μού τα πέταξε... στην αρχή.
Μετά, όταν της είπα: "Αν ήταν της δικής σου μάνας, λουλούδια... θα τα πέταγες;"
...Δάκρυ κρύφτηκε, είδα, όπως είδα και τα λουλούδια μου στο βάζο με τους λευκούς υακίνθους στην Ωραία Πύλη!
Μού είχε απάντηση στην αγρυπνία του Αγίου:
"Ναι, ΕΚΕΙ, θα τα έβαζε!"
Αυτά είχα να πω... Τα κρατούσα με παράπονο.
Έχω στερηθεί τόσο πολύ το χωριό μου, γίνομαι θηρίο όταν μού αρνούνται δυο πράγματα απλά, τόσο καθημερινά για τους άλλους, τόσο ΟΝΕΙΡΟ όμως, για μένα!
Κοίτα να δεις!
Τώρα τα έγραψα... και κατασυγκινήθηκα.
9 και 28. Στον αέρα όλες οι πρόχειρες αναρτήσεις, ανάσα, και προσεχώς σύντομα, διορθώνω και συμπληρώνω.
Μια άγνωστη κοπέλα σε μένα, βοηθούσε στο καθάρισμα, καθώς και άλλοι.
Ε, ρε, και να ζούσα εκεί!Δε θα έφευγα απ' τα εξωκλήσια, είτε γιόρταζαν, είτε όχι.
****************************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου