*****
κι οι λέξεις πια δεν μας μιλούν,
μόνο κοιτούν θλιμμένες,
από μακρυά,δεν έχουν,άλλωστε, να πουν πολλά,
οι λέξεις που ήσαν κάποτε ακριβές,
όσο χρυσά κινέζικα αηδόνια,
τώρα ασχολούνται με τη λογιστική,το λαβείν και το δούναι
σε καιρούς φτήνιας,
μετρήσαμε λειψά και πήραμε το χειροκρότημα,
ναι, είχαν ψυχή κι αίμα ζεστό,
τώρα αργολογούν στην αγορά σαν υποζύγια ή
τιθασσευμένες οδηγούνται από καραγωγείς
-τί απαιτητικοί καιροί, την καρδιά σου να θυσιάζεις
όπως,στο ναό,τα περιστέρια.
*****
Θα εντυπωσιασθεί,λέτε,ο σκοτεινός Εφέσιος, αν ένας σκύλος
πεινασμένος αρπάξει τους πεσσούς του παιδιού,
εκεί πλάι στη θάλασσα, και δε θα'χει βασίλειο,μόνο υστέρημα
αυτό που ήδη αιτείται,προκαταβολικά,
χωρίς χαρτόσημο πλέον,μια μικρή παράταση
Θεέ μου,έτσι να αφηγηθούμε( ή να ζήσουμε;)μιαν ιστορία
ακόμη-όπως παρακαλούσε ο Μάριος Χάκκας.
***
ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ,ΚΥΡΙΕ
Χριστέ μου,δεν ήταν αυτό που περίμενα,
-πώς να σε μιμηθώ;-
μια πορεία μικρή,πέντε βήματα,
τυλιγμένος στην πικρήν αλισάχνη,
***
***
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Κι αν κάποτε ξαναγυρίσεις,διπλώνοντας προσεκτικά
τις φτερούγες σου,όπως σιδέρωνες τα πουκάμισά μου,
θα'χω να σου διηγηθώ πολλά, για τη σιωπή της τριανταφυλιάς
(σε σένα μιλούσε, παλαιότερα),τις πληγές των τοίχων,
***
ΟΝΟΜΑ,ΤΥΛΙΓΜΕΝΟ ΣΕ ΚΗΠΟΥΣ
Ναι όταν θα περιμένω τον αρχάγγελο,
θα'ναι(θα πρέπει να'ναι)νύχτα,
κάτω θ'ακούγονται οι φωνές των παιδιών,
"σας πήραμε,σας πήραμε,φλουρί κωνσταντινάτο",
***
***
ΜΟΝΟ ΚΟΙΤΟΥΝ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ
Τί μέρες απαιτητικές...Κάθε μια θέλει και το ποίημά της,
να περνά από χέρι σε χέρι,ώς να φθαρεί,
κάποιοι πουλούν τ'αποφόρια τους,
γνωρίζουν άριστα των εμπόρων τον εσμό
Τί μέρες απαιτητικές...Κάθε μια θέλει και το ποίημά της,
να περνά από χέρι σε χέρι,ώς να φθαρεί,
κάποιοι πουλούν τ'αποφόρια τους,
γνωρίζουν άριστα των εμπόρων τον εσμό
κι οι λέξεις πια δεν μας μιλούν,
μόνο κοιτούν θλιμμένες,
από μακρυά,δεν έχουν,άλλωστε, να πουν πολλά,
οι λέξεις που ήσαν κάποτε ακριβές,
όσο χρυσά κινέζικα αηδόνια,
τώρα ασχολούνται με τη λογιστική,το λαβείν και το δούναι
σε καιρούς φτήνιας,
μετρήσαμε λειψά και πήραμε το χειροκρότημα,
ναι, είχαν ψυχή κι αίμα ζεστό,
τώρα αργολογούν στην αγορά σαν υποζύγια ή
τιθασσευμένες οδηγούνται από καραγωγείς
-τί απαιτητικοί καιροί, την καρδιά σου να θυσιάζεις
όπως,στο ναό,τα περιστέρια.
*****
ΜΙΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΟΜΗ
Πάντα ζητούμε μια μικρήν αναβολή,τί να σημαίνει
αυτός ο επιπλέον χρόνος,να τον δούμε ομοίωση του αιωνίου,
αλλά και η αιωνιότητα είναι ξεβαμμένη απ'τον καιρό,δάχτυλα
που παίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν,είναι η μουσική ο Αιών;
Πάντα ζητούμε μια μικρήν αναβολή,τί να σημαίνει
αυτός ο επιπλέον χρόνος,να τον δούμε ομοίωση του αιωνίου,
αλλά και η αιωνιότητα είναι ξεβαμμένη απ'τον καιρό,δάχτυλα
που παίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν,είναι η μουσική ο Αιών;
Θα εντυπωσιασθεί,λέτε,ο σκοτεινός Εφέσιος, αν ένας σκύλος
πεινασμένος αρπάξει τους πεσσούς του παιδιού,
εκεί πλάι στη θάλασσα, και δε θα'χει βασίλειο,μόνο υστέρημα
αυτό που ήδη αιτείται,προκαταβολικά,
χωρίς χαρτόσημο πλέον,μια μικρή παράταση
Θεέ μου,έτσι να αφηγηθούμε( ή να ζήσουμε;)μιαν ιστορία
ακόμη-όπως παρακαλούσε ο Μάριος Χάκκας.
***
ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ,ΚΥΡΙΕ
Χριστέ μου,δεν ήταν αυτό που περίμενα,
-πώς να σε μιμηθώ;-
μια πορεία μικρή,πέντε βήματα,
τυλιγμένος στην πικρήν αλισάχνη,
πίστευα,
όμως
ο φόβος, μου κάθεται στο στήθος,σαν παιδί
με τα κουβαδάκια και τους πύργους του,
δράκων ούτος
όν έπλασας εμπαίζειν εμοί,
το χέρι Σου,Κύριε,την αγκαλιά Σου.
όμως
ο φόβος, μου κάθεται στο στήθος,σαν παιδί
με τα κουβαδάκια και τους πύργους του,
δράκων ούτος
όν έπλασας εμπαίζειν εμοί,
το χέρι Σου,Κύριε,την αγκαλιά Σου.
***
ΛΙΓΟ ΠΡΙN ΠΕΣΟΥΝ
Λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους,
θέλω να δω τον άγγελό μου,
να μείνουμε
μόνοι,
σ'ένα σύμπαν αχανές,
παρακαλώ ν'αποσυρθείτε, ζώντες τε και κεκοιμημένοι.
Θέλω να προσκυνήσω τις μεγάλες φτερούγες του,
στα πόδια του να καταθέσω ένα κλωνάρι πασχαλιάς,
να του ζητήσω συγγνώμη για τις ασυνέπειες μου
(πάντα υποσχόμουν ν' αλλάξω και πάντα ο ίδιος έμενα),
να δω πώς είναι, τέλος πάντων:
Ένα μικρό παιδί,
ο νεανίας που αστράφτει και προφέρει το "ουκ έστιν ώδε",
το άστρο της Βηθλεέμ;
-Εννοώ πώς είναι ο δικός μου,όταν
πέφτουν οι τίτλοι του τέλους-.
Λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους,
θέλω να δω τον άγγελό μου,
να μείνουμε
μόνοι,
σ'ένα σύμπαν αχανές,
παρακαλώ ν'αποσυρθείτε, ζώντες τε και κεκοιμημένοι.
Θέλω να προσκυνήσω τις μεγάλες φτερούγες του,
στα πόδια του να καταθέσω ένα κλωνάρι πασχαλιάς,
να του ζητήσω συγγνώμη για τις ασυνέπειες μου
(πάντα υποσχόμουν ν' αλλάξω και πάντα ο ίδιος έμενα),
να δω πώς είναι, τέλος πάντων:
Ένα μικρό παιδί,
ο νεανίας που αστράφτει και προφέρει το "ουκ έστιν ώδε",
το άστρο της Βηθλεέμ;
-Εννοώ πώς είναι ο δικός μου,όταν
πέφτουν οι τίτλοι του τέλους-.
Πάντοτε με συντρόφευε και ουδέποτε μου 'δωσε
μια φωτογραφία του.
μια φωτογραφία του.
***
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Κι αν κάποτε ξαναγυρίσεις,διπλώνοντας προσεκτικά
τις φτερούγες σου,όπως σιδέρωνες τα πουκάμισά μου,
θα'χω να σου διηγηθώ πολλά, για τη σιωπή της τριανταφυλιάς
(σε σένα μιλούσε, παλαιότερα),τις πληγές των τοίχων,
τα πετροχελίδονα που έβλεπα
να χάνονται στις κόρες των ματιών σου, κι εσύ
θα σωπαίνεις,
γιατί οι λέξεις σου έχουν κατατεθεί,στα τραγούδια που αγαπούσες,
κι ακούμπησες,πριν φύγεις, κάτω απ'το μαξιλάρι μου,
όπως βάζουμε ένα σταυρό ή τον Άγιο Νεκτάριο.
να χάνονται στις κόρες των ματιών σου, κι εσύ
θα σωπαίνεις,
γιατί οι λέξεις σου έχουν κατατεθεί,στα τραγούδια που αγαπούσες,
κι ακούμπησες,πριν φύγεις, κάτω απ'το μαξιλάρι μου,
όπως βάζουμε ένα σταυρό ή τον Άγιο Νεκτάριο.
***
ΟΝΟΜΑ,ΤΥΛΙΓΜΕΝΟ ΣΕ ΚΗΠΟΥΣ
Ναι όταν θα περιμένω τον αρχάγγελο,
θα'ναι(θα πρέπει να'ναι)νύχτα,
κάτω θ'ακούγονται οι φωνές των παιδιών,
"σας πήραμε,σας πήραμε,φλουρί κωνσταντινάτο",
ανάμεσά τους,θα ξεχωρίζω και τη δική μου φωνή,
βλέπετε,ο χρόνος, εκείνη τη στιγμή, γυρίζει πίσω,
κι ο κόσμος μικραίνει,γίνεται ένα όνομα,τυλιγμένο σε κήπους,
κι ο χρόνος ελαφραίνει όσο ένα πούπουλο,
"έτοιμος;" θα ρωτήσει,
θα του ζητήσω να περιμένει,
να δω, για τελευταία φορά,απ'το παράθυρο, τον Αλντεμπαράν.
βλέπετε,ο χρόνος, εκείνη τη στιγμή, γυρίζει πίσω,
κι ο κόσμος μικραίνει,γίνεται ένα όνομα,τυλιγμένο σε κήπους,
κι ο χρόνος ελαφραίνει όσο ένα πούπουλο,
"έτοιμος;" θα ρωτήσει,
θα του ζητήσω να περιμένει,
να δω, για τελευταία φορά,απ'το παράθυρο, τον Αλντεμπαράν.
***
1 σχόλιο:
Λείπεις, Γιάννη! Λείπεις αφάνταστα!
Δημοσίευση σχολίου