Ευαγγέλιο
της Κυριακής 5 Απριλίου 2015 (των Βαΐων)
..................................................Εξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἦρθε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴ Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὁ Λάζαρος, ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. ῾Ετοίμασαν, λοιπόν, ἐκεῖ γιὰ χάρη του δεῖπνο, καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ παρακάθονταν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ στὸ δεῖπνο. Τότε ἡ Μαρία πῆρε μιὰ φιάλη ἀπὸ τὸ πιὸ ἀκριβὸ ἄρωμα τῆς νάρδου κι ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῎Επειτα σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της τὰ πόδια του, κι ὅλο τὸ σπίτι γέμισε μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ μύρου. Λέει τότε ὁ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του, αὐτὸς ποὺ σκόπευε νὰ τὸν προδώσει· «Γιατί νὰ μὴν πουληθεῖ αὐτὸ τὸ μύρο γιὰ τριακόσια ἀργυρὰ νομίσματα, καὶ τὰ χρήματα νὰ διανεμηθοῦν στοὺς φτωχούς;» Αὐτὸ τὸ εἶπε ὄχι γιατὶ νοιαζόταν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ γιατὶ ἦταν κλέφτης καί, καθὼς διαχειριζόταν τὸ κοινὸ ταμεῖο, συχνὰ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔβαζαν σ’ αὐτό. Εἶπε τότε ὁ ᾿Ιησοῦς· «῎Αφησέ την ἥσυχη· αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. Οἱ φτωχοὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχουν κοντά σας, ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε».
Πλῆθος πολὺ ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους τῆς πόλεως ἔμαθαν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ἦρθαν γιὰ νὰ δοῦν ὄχι μόνο αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο, ποὺ τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Λάζαρο, ἐπειδὴ ἐξαιτίας του πολλοὶ ᾿Ιουδαῖοι ἐγκατέλειπαν αὐτοὺς καὶ πίστευαν στὸν ᾿Ιησοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ εἶχε ἔρθει γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς στὰ ῾Ιεροσόλυμα, πῆραν κλαδιὰ φοινικιᾶς, καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη νὰ τὸν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας· Δόξα στὸν Θεό! Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ! ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καὶ κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή· Μὴ φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη τῆς Σιών· νά ποὺ ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σὲ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αὐτὰ στὴν ἀρχὴ δὲν τὰ κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνυψώθηκε στὴ θεία δόξα, τότε τὰ θυμήθηκαν. ῞Ο,τι εἶχε γράψει γιὰ κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτὰ καὶ τοῦ ἔκαναν. ῞Ολοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ, ὅταν φώναξε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διηγοῦνταν αὐτὰ ποὺ εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτὸ ἦρθε τὸ πλῆθος νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἐπειδὴ ἔμαθαν ὅτι αὐτὸς εἶχε κάνει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο.
..................................................Εξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἦρθε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴ Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὁ Λάζαρος, ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. ῾Ετοίμασαν, λοιπόν, ἐκεῖ γιὰ χάρη του δεῖπνο, καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ παρακάθονταν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ στὸ δεῖπνο. Τότε ἡ Μαρία πῆρε μιὰ φιάλη ἀπὸ τὸ πιὸ ἀκριβὸ ἄρωμα τῆς νάρδου κι ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῎Επειτα σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της τὰ πόδια του, κι ὅλο τὸ σπίτι γέμισε μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ μύρου. Λέει τότε ὁ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του, αὐτὸς ποὺ σκόπευε νὰ τὸν προδώσει· «Γιατί νὰ μὴν πουληθεῖ αὐτὸ τὸ μύρο γιὰ τριακόσια ἀργυρὰ νομίσματα, καὶ τὰ χρήματα νὰ διανεμηθοῦν στοὺς φτωχούς;» Αὐτὸ τὸ εἶπε ὄχι γιατὶ νοιαζόταν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ γιατὶ ἦταν κλέφτης καί, καθὼς διαχειριζόταν τὸ κοινὸ ταμεῖο, συχνὰ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔβαζαν σ’ αὐτό. Εἶπε τότε ὁ ᾿Ιησοῦς· «῎Αφησέ την ἥσυχη· αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. Οἱ φτωχοὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχουν κοντά σας, ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε».
Πλῆθος πολὺ ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους τῆς πόλεως ἔμαθαν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ἦρθαν γιὰ νὰ δοῦν ὄχι μόνο αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο, ποὺ τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Λάζαρο, ἐπειδὴ ἐξαιτίας του πολλοὶ ᾿Ιουδαῖοι ἐγκατέλειπαν αὐτοὺς καὶ πίστευαν στὸν ᾿Ιησοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ εἶχε ἔρθει γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς στὰ ῾Ιεροσόλυμα, πῆραν κλαδιὰ φοινικιᾶς, καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη νὰ τὸν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας· Δόξα στὸν Θεό! Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ! ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καὶ κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή· Μὴ φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη τῆς Σιών· νά ποὺ ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σὲ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αὐτὰ στὴν ἀρχὴ δὲν τὰ κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνυψώθηκε στὴ θεία δόξα, τότε τὰ θυμήθηκαν. ῞Ο,τι εἶχε γράψει γιὰ κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτὰ καὶ τοῦ ἔκαναν. ῞Ολοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ, ὅταν φώναξε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διηγοῦνταν αὐτὰ ποὺ εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτὸ ἦρθε τὸ πλῆθος νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἐπειδὴ ἔμαθαν ὅτι αὐτὸς εἶχε κάνει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου