Οι Τρεις Ιεράρχες
Ομιλία για τους 3 Ιεράρχες της εκπαιδευτικού κ. Βασιλικής Παπακώστα του 9ου Δημ. Σχολείου. Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011.
Τους τρεις Ιεράρχες τιμά σήμερα η Εκκλησία μας: τόν μέγαν ιεροφάντορα Βασίλειον, τον θείον και θεορρήμονα Γρηγόριον και τον Ιωάννην τον χρυσούν την γλώτταν.
Ήταν γύρω στον 11 ° αιώνα στα χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού όταν στην Κωνσταντινούπολη [ξέσπασε μια νέα διαμάχη. Άνθρωποι των γραμμάτων και μη, χωρίστηκαν και αλληλοσυγκρούονταν μεταξύ τους για το ποιος Ιεράρχης της Εκκλησίας ήταν ο σπουδαιότερος και ωφέλησε περισσότερο την Εκκλησία. Έφθασαν στο σημείο να χωριστούν και σε παρατάξεις, στους Βασιλίτες, αυτούς δηλαδή που υποστήριζαν το Μέγα Βασίλειο τον Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, στους Γρηγορίτες, αυτούς που τάσσονταν υπέρ του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και τους Ιωαννίτες, αυτούς που θεωρούσαν τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο ως τον αξιότερο Ιεράρχη και Πάτερα της Εκκλησίας αντί των άλλων δυο. Οι Βασιλίτες, οι Γρηγορίτες, και οι Ιωαννίτες, λοιπόν, δημιούργησαν μεγάλη αναστάτωση στην Κωνσταντινούπολη σε σημείο που διασάλευαν όχι μόνο την Εκκλησιαστική αλλά και τη δημόσια τάξη.
Η λύση στο πρόβλημα έμελλε να δοθεί από τους ίδιους τους τρεις μεγάλους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, όταν παρουσιάστηκαν σε όραμα στον Επίσκοπο Ευχαϊτων Ιωάννη. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στα άλλα που είπαν και εξήγησαν στον Επίσκοπο Ιωάννη ήταν και τα εξής « Εμείς είμαστε ένα ενώπιον του Θεού και δεν υπάρχει καμία αντίθεση ούτε αντιδικία ανάμεσά μας. Ανάμεσα μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος ούτε δεύτερος, αλλά αν ειπείς τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι».
Από τότε, λοιπόν, ορίστηκε η 30η Ιανουαρίου ως η μέρα μνήμης των Τριών Ιεραρχών, μια κι ο Ιανουάριος είναι ο μήνας όπου και οι τρεις εορτάζουν.
Έξι αιώνες αργότερα, το 1826 μΧ ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μΧ το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα.
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια του Πόντου.
Οι γονείς του Βασιλείου (Βασίλειος και Εμμέλεια), αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, διέθεταν συγχρόνως και ένα υψηλό χριστιανικό φρόνημα.. Κάτι το οποίο επηρέασε βαθύτατα την νεανική ψυχή του αγίου μας, δεδομένου ότι με εφόδιον αυτήν την χριστιανική ανατροφή ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική ανοδική πνευματική πορεία. Όπως λέγουν οι ερευνητές, ο Βασίλειος, έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του! Μα το σπουδαιότερο; Κατακτά την θεία θεωρία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.
Ο υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του Μεγάλου Βασιλείου δεν αργεί να τον ανεβάσει στον θρόνο της αρχιερωσύνης. Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα, σαν αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την ορθόδοξη πίστη. Με τους ορθοδόξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα φρονήματα των κακοδόξων. Αγωνίστηκε, ακόμη, κατά της ηθικής σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στον μοναχισμό. Άριστος ποιμένας διετέλεσε, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, που φιλοξένησε χιλιάδες πάσχοντες, ανεξαρτήτως φρονημάτων, ιδεών, φυλής ή φύλου και καταγωγής των ασθενούντων. Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής του κράσεως, εγκαταλείπει τον φθαρτό αυτό κόσμο, αφήνοντας στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και ένας από τους λαμπρότερους φωστήρες της ορθοδόξου πίστεως. Γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Νανζιανζό, κωμώπολη της Καππαδοκίας. Στην Ναζιανζό (εξ ου και Ναζιανζηνός), διδάσκεται την στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ την μέση εκπαίδευση στην Καισαρεία, όπου γνωρίζεται με τον συμμαθητή του και στην συνέχεια αχώριστο φίλο του Μέγα Βασίλειο. Στην συνέχεια ο Γρηγόριος πηγαίνει κοντά στους περίφημους διδασκάλους της ρητορικής και, τέλος, στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, όπου ξαναβρίσκει, ως συμφοιτητή πλέον, τον Μέγα Βασίλειο. Όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο, αλλά αυτός προτιμά την ησυχία του αναχωρητηρίου στον Πόντο, κοντά στον φίλο του Βασίλειο, για περισσότερη άσκηση στην πνευματική ζωή.
Μετά, όμως, από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην πατρίδα του και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Όμως, το δρεπάνι του Χάρου έρχεται να πληγώση την ψυχή του, με αλλεπάλληλους θανάτους συγγενικών του προσώπων. Πρώτα του αδελφού του Καισαρείου, έπειτα της αδελφής του Γοργονίας, μετά του πατέρα του και, τέλος, της αγαπημένης του μητέρας Νόννας.
Μετά απ' αυτές τις θλίψεις, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη όπου υπερασπίζεται με καταπληκτικό τρόπο την Ορθοδοξία και κτυπά καίρια τους Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει τη Βασιλεύουσα.
Μετά τον σκληρό αυτό αγώνα, ο Μέγας Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλως.
Δυστυχώς, όμως, μικροπρεπείς και κακοήθεις πάντα υπάρχουν, Στην Β' Οικουμενική Σύνοδο, μία μερίδα επισκόπων τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο.
Τότε ο Γρηγόριος, αηδιασμένος, δηλώνει την παραίτησή του, αναχωρεί στην γενέτειρά του Ναζιανζό και τελειώνει με ειρήνη την ζωή του, το 390 μ.Χ. Είναι αυτός που όταν είδε νεκρό στο χώμα το Μέγα Βασίλειο έκλαψε τόσο πολύ (μα τόσο πολύ) όσο ποτέ άλλοτε στην άμοιρη ζωή του.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 347 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Γρήγορα έμεινε ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο.
Ο Χρυσόστομος ήταν ένα - ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια και Αθήνα. Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, απεσύρθη στην έρημο, οπού ασκήτευσε προσευχόμενος και μελετώντας τις Γραφές. Στην Αντιόχεια χειροτονήθηκε διάκονος και έπειτα πρεσβύτερος. Στις 15 Δεκεμβρίου του 397 μΧ, βασιλιάς και κλήρος τον έκαναν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξε αδυσώπητος ελεγκτής κάθε παρανομίας και κακίας και δεινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, όπως φαίνεται από τα πολλά συγγράμματά του.
Η αυτοκράτειρα Ευδοξία, επειδή την ήλεγχε για τις παρανομίες της, τον εξόρισε τρεις φορές. Τελευταία στην Κουκουσό της Αρμενίας, όπου από τις πολλές ταλαιπωρίες πέθανε το 407 μ.Χ.
Οι Τρείς Ιεράρχες έζησαν σε μια εποχή με δύσκολα προβλήματα: εκκλησιαστικά, κοινωνικά, παιδευτικά. Η Εκκλησία μετά από αγώνες πού κράτησαν τρεις περίπου αιώνες, βγήκε νικήτρια. Το Διάταγμα των Μεδιολάνων έθεσε τέρμα στους διωγμούς και τα βασανιστήρια των Χριστιανών.
Η Εκκλησία όμως είχε να παλέψει τώρα με ιδέες και κακοδοξίες πού απειλούσαν να νοθεύσουν το ορθόδοξο δόγμα της. Πρωταγωνιστές σ' αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκαν οι τρεις μεγάλοι αυτοί Πατέρες, οι οποίοι με τη ζωή και το έργο τους, ξεκαθάρισαν τις χριστιανικές αλήθειες από ψευδολογίες και πλάνες, οργάνωσαν τη ζωή της Εκκλησίας και έκαναν το Χριστιανισμό πράξη. Η Εκκλησία μας στις μέρες τους λαμπρύνθηκε, έφτασε σε ύψη πνευματικής καρποφορίας και δίκαια ο αιώνας της ακμής τους ονομάστηκε «χρυσός αιώνας της Ορθοδοξίας». Η ζωή και το έργο τους αποτελεί έναν ύμνο δοξαστικό στο Θεό. Ό,τι έπραξαν δεν το έκαναν για δική τους προβολή. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», ήταν τα τελευταία λόγια του Χρυσοστόμου, καθώς βάδιζε το δρόμο της εξορίας. Η φιλομάθεια, η δίψα για μόρφωση και η επίδοση στις σπουδές τους ήταν τα γνωρίσματα των Τριών Ιεραρχών, τον καιρό πού ήταν φοιτητές. Για το Βασίλειο έλεγαν πως, όντας ακόμη σπουδαστής, γνώριζε περισσότερα από τους καθηγητές του, ενώ στο Γρηγόριο πρότειναν καθηγητική έδρα στην περίφημη τότε Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, από την οποία δίδαξε για ένα χρόνο. Αλλά και τον Χρυσόστομο ο δάσκαλός του Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Ρητορική Σχολή.
Αργότερα όταν χειροτονούνται κληρικοί διακρίνονται για την υποδειγματική άσκηση των ποιμαντικών τους καθηκόντων αλλά και για τους αγώνες τους για την εδραίωση και διάδοση της χριστιανικής πίστης.
Δεύτερο γνώρισμα της εκκλησιαστικής ποιμαντικής διακονίας των τριών Ιεραρχών είναι η πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική τους δράση, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στα πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα και στην περίθαλψη των θυμάτων της κοινωνικής αδικίας αλλά εκτείνεται και στους αγώνες τους για την διάδοση των κοινωνικών αρετών: της αδελφότητας, της δικαιοσύνης και της ισοτιμίας. Σε επίπεδο διδασκαλίας, οι τρεις Πατέρες πέτυχαν να θεμελιώσουν και να πραγματοποιήσουν τη σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού.
Οι Τρεις Ιεράρχες αναγνωρίστηκαν δια μέσου των αιώνων ανυπέρβλητα υποδείγματα Ελληνο - χριστιανικής αγωγής, όχι μόνο γιατί κατείχαν την χριστιανική και ελληνική σοφία αλλά γιατί η ζωή τους ήταν οδηγός της θεωρίας και η θεωρία επισφράγιση του βίου τους. Συμφωνία λοιπόν έργων και λόγων, σοφίας και αρετής διακρίνει το παιδαγωγικό ήθος των Τριών Ιεραρχών. Δεν αγνόησαν την πλούσια ελληνική παιδαγωγική «παραίνεση». Αναγνώρισαν την μορφωτική αξία των γραμμάτων, στηρίχτηκαν σ' αυτήν αλλά προχώρησαν ακόμη παραπέρα. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι με τη βοήθεια μόνο της λογικής μπόρεσαν να ξεχωρίσουν τον άνθρωπο από τα άλλα δημιουργήματα του Θεού, συνέλαβαν την ιδέα του καλού καγαθού πολίτη και επεδίωξαν την τελείωση και την καλλιέργεια του νου, της διάνοιας του ανθρώπου. Ο Χριστιανισμός όμως προχώρησε παραπέρα. Έθεσε το νου κάτω από την αρετή της αγάπης την οποία θεώρησε ως πρώτη αρετή. Την Αγάπη όπως την ορίζει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Κορινθίους επιστολή, την οποία μπορούν να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και η οποία εκτείνεται και αγκαλιάζει και τον εχθρό μας. Ο ανθρωπισμός των τριών Ιεραρχών δίνει ένα σαφές και συγκεκριμένο μορφωτικό ιδεώδες: τη θέωση, την ένωση δηλαδή με το Θεό, την ομοίωση του άνθρωπου με το Δημιουργό του πού αποτελεί και τον προορισμό του στην επίγεια ζωή.
Ως ειδικότερη επιδίωξη της αγωγής θεωρεί ο Μέγας Βασίλειος την πνευματική πρόοδο του ανθρώπου και την απόκτηση των τεσσάρων βασικών αρετών: της σοφίας, της σωφροσύνης, της ανδρείας και της δικαιοσύνης. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι πρέπει να «φυτευθούν» στο αναπτυσσόμενο παιδί οι ιδιότητες του Θεού, δηλαδή η αγαθότης, το αόργητον, το ευεργετικόν, το φιλοσοφικόν» ώστε να διαπλασθεί σε τέλειο χριστιανό. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι πρωτίστως πρέπει να φροντίζουμε για την επιμέλεια και την κάθαρση της ψυχής. Αυτή είναι, λέει, η αληθινή παιδεία.
Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από μια συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας και μια ταχύτατη αύξηση των επιστημονικών γνώσεων, οι οποίες μάλιστα γίν/ονται ολοένα και πιό εύκολα προσιτές στους πολλούς. Τα κοινωνικά ωστόσο προβλήματα παραμένουν έντονα, με τα δύο τρίτα της γης να υποσιτίζονται και τη μάστιγα του πολέμου να χτυπά ακόμη και τους λεγόμενους ισχυρούς της γης. Ο άνθρωπος αρχίζει να νιώθει έντονα το αίσθημα μιας γενικής ανασφάλειας χωρίς να μπορεί πάντα να προσδιορίσει από πού προέρχεται αυτό.
«Η ΕΡΕΥΝΑ» 29 Ιανουαρίου 2011πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου