Ταμένο blog...
στίγματα κάποιων στιγμών
και θαυμάτων

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Παραμονή εορτής της ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου



Η ώρα είναι 12:33 ξημερώματα Δευτέρας 3 Σεπτεμβρίου και είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που (αυτή τη στιγμή σταματάω να πληκτρολογώ,
πήρα βαθιά ανάσα και έκανα τον σταυρό μου), πρώτη μου φορά που ένιωσα την ανάγκη αυτή, για να γράψω ένα κείμενο.
Θα μπορούσα να το αποφύγω, ανεβάζοντας ένα βιντεάκι, μόνο και μόνο για τις αναμνήσεις μου, και γι’ αυτό δεν με υποχρεώνει κανείς, εγώ κάνω ότι νοιώθω, εγώ δείχνω όταν θέλω, ότι θέλω.
Απόψε δεν χωράει «θέλω». Όλο μου το απόγευμα που αλλιώς το προγραμμάτιζα και αλλιώς μου βγήκε, «οδηγεί» στο «πρέπει».
Έχω αποσιωπήσει εσκεμμένα πολλά, κι άλλα από βαρεμάρα ή τεμπελιά που αυτήν την δήλωσα δημόσια και χθες. Και σ’ αυτό πήρα απάντηση σήμερα: «Βρες στόχο στη ζωή σου» έλεγε μια Ανακοίνωση, αλλά ας μη βιαστώ.
Ας τα πάρω, όσο πιο σύντομα γίνεται και για σας και για μένα, με τη σειρά.

Ήταν 5 μιση η ώρα τ’ απόγευμα, όταν κάθισα στο μπαλκόνι να καθαρίσω τα φρέσκα φασολάκια που μου έφερε χθες, ξόφαλτσα ο άντρας μου.
Ήρθε κοντά μου και το γατάκι μας η Ελπίδα, κι αν πήδαγε νωρίτερα κάτω στον κήπο απ’ την καθημερινή βόλτα μας, δεν με πείραζε. Θα την «μάζευα» μετά που θα κατέβαινα να ποτίσω τα λουλούδια και να συμπληρώσω λαδάκι στο προσκυνητάρι μας.
Μου έκανε εντύπωση που το γατί ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά μου και δεν έκανε ρούπι μακριά μου, ενώ άλλες φορές το κυνηγάω να το κλείσω μέσα, ως να μεγαλώσει, για να μην του ξαναεπιτεθεί πάλι ο μεγάλος ο γάτος και τρέχουμε πάλι για ράμματα και θεραπείες.
Ενώ τα φασολάκια δεν τελείωναν με τίποτα, κι ήταν και πολύ μικρά, δεν φτουρούσαν, άκουγα συνέχεια την καμπάνα του Αγίου Νεκταρίου να χτυπάει σαν τρελή.
«Μπορεί να έχει αγρυπνία πάλι» σκέφτηκα την πρώτη φορά, «σίγουρα έχει!» σκέφτηκα την δεύτερη φορά, την τρίτη φορά δεν άντεξα και σηκώθηκα να δω στο εορτολόγιο για να μου λυθεί η απορία.
«2Κ +ΙΓ΄ ΜΑΤΘ. Μάμαντος, Ιωάννου νηστευτού
3Δ Ανθίμου, Θεοκτίστου, Φοίβης, Πολυδώρου, Νεκταρίου (αν. λειψ.)»

Έγραφε το ημερολόγιο.
Τότε κατάλαβα πως ο Άγιος Νεκτάριος απόψε γιορτάζει!
«Κάτσε, Κατερίνα! Τελείωσε τα φασολάκια σου! Δυο φορές στην εκκλησιά την ίδια μέρα, για σένα που δεν πήγαινες καθόλου, πάει πολύ!» είπα στον εαυτό μου και κάθισα στην καρέκλα μου πάλι, ενώ στο γατί είχα δώσει δυο φασολάκια και έπαιζε.
(Το πρωί είχα πάει σε ένα μνημόσυνο, σε άλλη ανάρτηση θα μιλήσω γι’ αυτό.)

Ντιν, νταν, ντιν, νταν η καμπάνα, κάθε τρεις και λίγο «και να θέλω δεν προλαβαίνω», είπα από μέσα μου, «μπορεί και μέχρι να πάω, να έχει τελειώσει, μην νοιώθεις τύψεις Κατερίνα, συνέχισε τα φασολάκια σου, άντε και τελειώνουν» και κάποια στιγμή τελείωσαν κι ο άντρας μου δεν είχε έρθει ακόμα.
Του τηλεφώνησα. Μου είπε πως θα καθυστερήσει. Του είπα πως σκέφτομαι να πεταχτώ μέχρι την εκκλησία, ν’ ανάψω ένα κερί.
«Πήγαινε» μου είπε εκείνος κι εγώ πέταξα! Φόρεσα ότι πιο άνετο βρήκα μπροστά μου, ειδικά σε παπούτσι και ξεκίνησα.
Το γατί μου με το φασολάκι του, δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στο δικό του μπαλκόνι.
Φεύγοντας το χαιρετούσα κι εκείνο με κοίταζε. Ούτε νιάου, ούτε παράπονα, τίποτα!

Πήγα ευθεία, σχεδόν τρέχοντας. Δεξιά μου ο ήλιος μου χαμογελούσε, σα να μου έλεγε: «θα προλάβεις!» το χάρηκα και τον έβγαλα και μια φωτογραφία!

Και τότε, βλέπω μπροστά μου την Αστική! Τι να την κάνω; Αυτή μακριά μου, στο αντίθετο ρεύμα και μακριά απ’ την Στάση. Ήθελα να φωνάξω, μα δεν είχα δίκαια φωνή, γι’ αυτό δεν έκανα «κιχ»! Κάθισα σαν κεραυνοβολημένη και την κοίταζα, ποιος ξέρει με τι ύφος! Και κάποια στιγμή βλέπω το λεωφορείο να σταματάει!
Έτρεξα.
«Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ! Έτσι, σίγουρα θα προλάβω ν’ ανάψω ένα κερί στον Άγιο Νεκτάριο!» είπα χαρούμενη στον οδηγό.
«Θα προλάβεις, γιατί είσαι καλός άνθρωπος!» είπε εκείνος γελαστός.
Τον κοίταξα.
«Τι με κοιτάς; Φαίνεσαι ότι είσαι καλός άνθρωπος!» ξαναείπε κι εγώ κατέβασα το κεφάλι. Ήθελα να του πω πως η καλοσύνη δεν «φαίνεται» στην φάτσα, πάντα, αλλά εκείνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να φτάσω όσο πιο νωρίτερα γίνεται, γιατί μπορεί να μην είχε αγρυπνία και να μην προλάβαινα την εκκλησία ανοιχτή. Έτσι, κέρδισα χρόνο κάνοντας κι εγώ βήματα μες το λεωφορείο και περίμενα έτοιμη στην πόρτα.
«Εδώ θα κατέβετε κυρία;» με ρώτησε ο οδηγός στην επόμενη στάση.
Κοίταξα έξω, υπολόγισα … «Όχι! Καλύτερα να μ’ αφήσετε εσείς μπροστά στην εκκλησία. Πιο γρήγορα θα φτάσω με σας!» άκουσα να του λέει η φωνή μου.

Μόλις κατέβηκα απ’ το λεωφορείο είδα την πόρτα της εκκλησίας ανοιχτή και χάρηκα αφάνταστα! Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει τρελά η καμπάνα και την κατέγραψα…

Ανεβαίνοντας στα σκαλιά, χτύπησε και το ρολόι 7!

«Είμαι καλοδεχούμενη» σκέφτηκα. «Με περίμενε!» 

Μπήκα στην εκκλησία. Μια ουρά ανθρώπων, όχι μεγάλη, μαζί με τον ιερέα ήταν κοντά στην εικόνα του Αγίου Νεκταρίου και διάβαζαν ονόματα «Υπέρ Υγείας».

Μόλις που πρόλαβα να γράψω τα ονόματα της δικής μου οικογένειας, κι ένα γενικό «και όλων των συγγενών και φίλων», ο παπά Δημήτρης τα διάβασε μαζί με κάποια άλλα και τέλος!

«Ευτυχώς που πρόλαβα!» σκέφτηκα από μέσα μου.

Μετά, είδα ετοιμασίες, ο λιγοστός κόσμος να μην φεύγει, αντιθέτως να μαζεύεται κι άλλος και τότε ρώτησα και έμαθα. Είδα και τον παπά Δημήτρη από κοντά και μου είπε πως έλειπε στο Άγιος Όρος και δεν πρόλαβε να κανονίσει αγρυπνία γι’ απόψε, γι’ αυτό θα έκανε μόνο αρτοκλασία.
Τον κατάλαβα λυπημένο γι’ αυτό, μα εγώ το χάρηκα που θα είχε κι άλλο και «κάτι άλλο» απ’ αυτό που δεν πρόλαβα!

Πήγα στη «γωνιά μου». Άγιος Εφραίμ και η Αγία Τριάδα, Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη, προσκύνησα, όλα ήρεμα, βγήκα στο προαύλιο για λίγο. (Έκανα και ένα τσιγαράκι – μεταξύ μας!)

Ο ήλιος νύσταζε.
Η καμπάνα ξαναχτύπαγε.
Ένα σκυλάκι με κοίταζε κατάματα, ενώ ένα άλλο χάζευε τον ήλιο.
Ξαναφωτογράφησα.
Ξαναμπήκα.
Ξαναβγήκα.
Ο ήλιος με καληνύχτησε για σήμερα. Του ανταπέδωσα την «καληνύχτα» μ’ ένα κλικ.

Οι ιερείς μαζεύτηκαν και άρχισαν να ψέλνουν, «μαζεύτηκα» κι εγώ.
Η εκκλησία έλαμπε στα φώτα, ο κόσμος πλήθαινε, κι εγώ κάθισα πίσω πίσω στη «γωνιά μου».
Δεν μ’ έβλεπε ο κόσμος, κι αυτό με βοηθούσε πότε πότε να κάνω κρυφά κλικ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που πάω σ’ αυτή την εκκλησία, χάνομαι να ψάχνω τους Αγίους, να τους ανακαλύπτω και να τους μαθαίνω συγχρόνως. Κοίταζα γύρω μου, δίπλα μου, κοντά μου, πίσω μου, ανακάλυπτα γνωστούς και αγνώστους για μένα Αγίους και κάποια στιγμή που είπα μέσα μου: «ας δω και πάνω» κι όταν είδα πως εκείνη τη στιγμή πάνω μου ήταν ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, έπαθα ένα «κάτι», γιατί Αυτόν τον Άγιο τον ξέρω από παιδί, γιατί κατά τα λεγόμενα της μάννας μου και όχι των εγγράφων, τη μέρα της γιορτής του, 29 Αυγούστου, γεννήθηκα.

Ξαναβγήκα. Ζεσταινόμουνα. Κάποιες κυρίες είχαν βεντάλιες. Εγώ και να είχα, μάλλον δεν θα την έβγαζα. Την βεντάλια την φοράνε και με ομπρέλα και με μακρύ φόρεμα. Δεν είχα τίποτα απ’ όλα αυτά.

Απ’ έξω φωτογράφιζα πιο άνετα. Δεν μ’ ένοιαζε, αν με έβλεπαν.

Ξαναμπήκα. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ κατανυκτική, είχα πιάσει καλή συχνότητα με τα γράμματα που άκουγα, πέρασαν και οι 4 ιερείς με την εικόνα του Τιμώμενου Αγίου, κι όλα καλά, μέχρι…

…μέχρι τη στιγμή που είδα το καντηλάκι μπροστά στην Άγια Τετράδα, να κουνιέται πέρα δώθε.

Πρώτη, δεύτερη, δέκατη σκέψη, «κάποιο ρεύμα θα κάνει, ίσως και να φυσάει!» Μετακινήθηκα. Ψάχτηκα. Κοίταξα τα άλλα καντήλια. Πουθενά ρεύμα αέρος, αντιθέτως, ζέστα, όπως πριν τον ιδρώτα, κανένα άλλο καντήλι σε κίνηση.

Κράτησε πολύ ώρα. Να πω μισή; Λίγο θα είναι.
Εν τω μεταξύ η εκκλησία γέμιζε από κόσμο και όλοι, μα όλοι, ανεξαιρέτως, χαιρέταγαν εκτός απ’ τον Άγιο Νεκτάριο που ήταν δίπλα και την Τετράδα. Πρόσεξα πως στα παιδιά οι κινήσεις του καντηλιού ήταν πιο μεγάλες!...

Μετά, έφυγα. Αφού κατέγραψα. Ήθελα να φωνάξω «το βλέπετε κι εσείς; Δώστε μια λογική εξήγηση, αν από κάπου φυσάει», μα δεν είπα τίποτα. Τι να πω; Ακόμα και μέσα σε μια εκκλησία, δεν είναι εύκολο να το πεις! (Σκέψου, έξω! Σε κανέναν δεν είπα τίποτα, ούτε και θα πω! Προτιμώ να τα γράψω!)

Όταν γύρισα απ’ έξω, είδα πως αν συνέχιζα να κάθομαι εκεί θα είχα πρόβλημα… κι έτσι πήγα απ’ την άλλη πλευρά.

Πάλι κοντά στον Άγιο Νεκτάριο βρισκόμουνα, σε μακρινό πλάνο είχα την Αγία Τετράδα (την λέω έτσι για να μην επαναλαμβάνω τα ονόματα των Αγίων), κι ολόκληρη στρατιά Αγίων να πετούν στους τοίχους προκαλώντας με να τους «ψάξω».

Ένας ιερέας έκανε πολύ ωραίο κήρυγμα για τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου και για τα είδη της χαράς. Μίλησε και για την χαιρεκακία και για την σωστή χαρά του Χριστού.

Μετά η αρτοκλασία τελείωσε, χαιρετήσαμε, πήραμε τα «δώρα» μας, άρτο και σιτάρι, συν κάποιες φωτογραφίες έξτρα εγώ.

Ξαναπήγα κοντά στο καντηλάκι που είχε ηρεμήσει εδώ και ώρα και το είχα δει.

Πήγα κοντά να δω δυο εικόνες που από μακριά κρύβονταν τα πρόσωπα των Αγίων απ’ το πάνω στρόγγυλο (στα ψηλά) μέρος των καντηλιών. Διαπίστωσα πως και στις δυο, ήταν ο Άγιος Φανούριος!

Μέχρι που έφυγα η «ευωδία» είχε τρελάνει τη μύτη μου. Όχι του λιβανιού. Είναι «άλλο άρωμα» αυτό.

Χαιρέτησα και βγήκα. Ήταν νωρίς, θα πήγαινα με τα πόδια σπίτι μου, δεν ήθελα να κουράσω τον άντρα μου. Κίνηση υπήρχε στον δρόμο, τόσος κόσμος στην εκκλησιά, δεν φοβόμουνα απόψε.

Άναψα τσιγαράκι, φωτογράφιζα, περπάταγα, σκεφτόμουνα, όταν είδα πάλι μπροστά μου κι άλλη Αστική! Πάλι αντίθετο ρεύμα, πάλι μακριά μου! Πάλι κόκκαλο εγώ, πάλι ένα «Αχ!» βγήκε, πάλι ένας οδηγός σταμάτησε και με πήρε!

Αυτή τη φορά ήταν νεαρός. «Δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται σήμερα!» του είπα. «Άλλες φορές σας περιμένω με τις ώρες, κι απόψε φυτρώνετε μπροστά μου!»

«Πού πάτε; Εγώ πάω τέρμα!» φοβήθηκε ο άνθρωπος ότι δεν ήξερα που πήγαινα.

«Κι εγώ τέρμα, πάω!» του είπα.

Είπαμε κι άλλα, μέχρι που έφτασα. Τον Καληνύχτισα και κατέβηκα. Το χέρι ενστικτωδώς έβγαλε τη μηχανή.
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει πάλι τρελά η καμπάνα!
Κι η μηχανή τρελάθηκε, δεν ξέρω τι ακριβώς κατέγραψε μέσ’ τα σκοτάδια.

Σπίτι με περίμεναν τα φώτα αναμμένα. Ο άντρας μου είχε γυρίσει. Ενώ έστρωνα να φάμε στο μπαλκόνι είδα το φεγγάρι να στέκεται στα γειτονικά μου σπίτια. Τόσο κοντά! Μας φώτιζε σιωπηλό, ώσπου φάγαμε και μετά ανέβηκε ψηλότερα.

Η μηχανή μου δήλωσε «τέλος» για σήμερα, γιατί το φεγγάρι λέει χόρευε! Ίσως συρτάκι!

Το γατί μου το πήρα αγκαλιά, αφού κλείσαμε το φεγγάρι έξω και το προστατεύσαμε άλλη μια νύχτα απ’ τον άγριο γάτο της γειτονιάς.

Αυτά.
Η ώρα είναι 2:28. Δεν έχω δει το βιντεάκι που μπερδεμένο ανέβασα, λόγω λίγων γνώσεων και βιασύνης, στο να τα πω, πριν μετανιώσω ή τεμπελιάσω. Όπως και να είναι, έχει κάποιες αποδείξεις σε όσα είδαν τα μάτια μου και κράτησε η μηχανή μου.

Δεν μ’ αρέσει που σε θρησκευτικά θέματα «κρατάω αποδείξεις», γιατί ξέρω καλά πως κάποια «πράγματα» δεν αποδεικνύονται, ιδιαίτερα όταν αφορά Το ΘΕΙΟ!

«Συμπτώσεις πολλές», θα πείτε και είναι, κατά την λογική και είμαι μαζί σας.
Προκειμένου όμως να με πείτε «μη λογική πια, Κατερίνα», ένα κειμενάκι αναλυτικό παραπάνω, κι ένα βιντεάκι μου, δεν βλάπτουν, νομίζω!

Όσο για μένα, δε λέω τίποτα στους άλλους.
Αυτό ήταν πολύ ζεστό (πρόσφατο) απόψε, γι’ αυτό και σας το είπα.

Ας έχουμε την χάρη και την βοήθεια του Αγίου Νεκταρίου και όλων των Αγίων μας!

Συμπέρασμα:
Η θρησκεία μας είναι τόσο ζωντανή, είτε πάμε συχνά στην εκκλησία, είτε όχι. Αρκεί να «κουβαλάμε» το καλό μέσα μας και να το επιθυμούμε για όλους τους συνανθρώπους μας!  

Κατερίνα

Υγ. Τυχόν λάθη (τι τυχόν; Αύριο διορθώσεις, γιατί απόψε βγήκα πολύ εκτός! Ακόμα δεν ξεντύθηκα απ’ την απογευματινή «έξοδο»! 

2 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

Κατερίνα μου, χάρηκα το κείμενο-εξομολόγησή σου!!!
ΔΕΝ είναι κακό να πιστεύει κάποιος.
Κανένας δεν έχει αποδείξει ότι η εσώτερη ανάγκη για ένα σημάδι από τον Θεό είναι εσφαλμένη.
Όλο το είναι μας έχει ανάγκη από την Ανώτερη Δύναμη.
Άλλοι είναι εκείνοι που δυσπιστούν ή και για δικό τους λόγο ΘΕΛΟΥΝ να μειώσουν την μοναδική εμπειρία του ατόμου που ευλογήθηκε να την αιστανθεί.
Κράτησε αυτές σου τις στιγμές βαθιά. Είναι πολύτιμες.
Και,
από δω,
ακόμη μια φορά
να σ΄ευχαριστήσω θερμότατα για τα ΚΑΛΑ σου λόγια που έστειλες στον Εθνικό Κήρυκα Ν. Υόρκης, δυνατή έκφραση εκτίμησης και αγάπης, για την παρουσίασή μου στο μηνιαίο Ένθετο: *ΓΥΝΑΙΚΑ*

Ο Αύγουστος, ήταν ο μήνας των δύο γαλάζιων φεγγαριών... κι έκλεισε, για μένα, με το μεγάλο δώρο της τιμητικής μου.
Να είσαι καλά, Φίλη μου,
και να έχεις ό,τι επιθυμείς για την οικογένειά σου.
Καλό μήνα!
Πάντα με την αγάπη μου,
Υιώτα Στρατή,
Αστοριανή, Νέα Υόρκη

Κατερίνα δε 'στάπα; είπε...

Εγώ σ' ευχαριστώ, Γιώτα μου!
Πάντα χαρές και δικαιώσεις να παίρνεις, καλή μου, γιατί αξίζεις πολύ περισσότερα!
Σ' ευχαριστώ για την τιμή να μ' έχεις στους φίλους σου!
Εύχομαι να σου δώσει πάρα πολλά χρόνια ο Θεός, καθώς και υγεία, για να σε χαίρεται η οικογένειά σου και όλοι εμείς οι φίλοι σου!
Πολλά πολλά φιλιά!