Ταμένο blog...
στίγματα κάποιων στιγμών
και θαυμάτων

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Όταν οι συμπτώσεις... δεν μετριούνται

Όταν οι συμπτώσεις... δεν μετριούνται...
κρατάς, τουλάχιστον, λευκή σελίδα με την ημερομηνία στην ώρα της και όποτε γεμίσει γραμματάκια....

Το "Ευχαριστώ, Θεέ", είναι τόσο λίγο!

******
Αστεράκια και κόπυ:
*****



10 Δεκέμβρη 2014

Τίτλος
"Τελικά, δεν πάνε όλοι στον Παράδεισο!"

Πώς κι από πού, ν’ αρχίσω;

Τώρα που αρχίζω να περιγράφω εκείνη τη μέρα, αλλάζοντας φυτίλι στο καντηλάκι του σπιτιού μου, του Προστάτη μου, Αγίου Εφραίμ, αφού προσευχήθηκα, ευχαρίστησα, κ.λ.π., του ζήτησα, να είναι κοντά μου, να με βοηθήσει σ’ αυτή την ανάρτηση, ώστε να μπορέσω να δώσω αυτό το «κάτι» που υπάρχει τόσο έντονα όταν το ζεις και χάνεται όμως, τόσο εύκολα, όταν το γράφεις…
…Ναι, μπορεί να «δείχνει» τόσο «φτηνή» η προσευχή μου, Εκείνος, όμως, ξέρει, πως δεν είναι ο σκοπός μου, ένα καλογραμμένο κείμενο, για «όποια» μπράβο…

Ήταν 6 Δεκέμβρη, γιόρταζε  ο Άγιος Νικόλαος, μένω μακριά, συν κάποια προβλήματα υγείας, ξέρει ο Άγιος, δε θα πήγαινα για κεράκι, εκείνη την μέρα.
Άλλη μέρα, τον ήξερα τον δρόμο, πάντα με βγάζει και περνάω από κει.

Έμεινα σπίτι, μια καλή διαφυγή, το ίντερνετ. Το μπλογκ και μια σελίδα που κράτησα αυτή την εποχή ανοιχτή, με φίλους του χωριού μου. Τους βρήκα πολύ αργά στη ζωή μου, λαχταρούσα να γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους, να βλέπω φωτογραφίες, να μαθαίνω νέα τους, ακόμα και τον καιρό, να αναπνέω με λίγα λόγια, πατρίδα, μια και δεν πάω συχνά, (λόγω της δουλειάς του άντρα μου) και που τόσο πολύ αγαπάω και έχω στερηθεί.

Εκεί που όλα γύριζαν σε μια εορταστική ατμόσφαιρα, είδα μια παλιά φωτογραφία μιας φίλης που σχολίασα, σχολίασαν κι άλλοι φίλοι, κι «άναψε» μια συζήτηση για τα πρόσωπα που ήταν στην φωτογραφία, με κύριο όμως θέμα, για ένα κοριτσάκι, που έλειπε απ’ αυτή την φωτογραφία, και είχε βρεθεί πολύ νωρίς και άδικα, στους ουρανούς, από δική της επιλογή, γιατί, εκείνη την εποχή, δεν βρήκε ένα χέρι  «καθαρό», να την κρατήσει στην ζωή.

(Το όνομά της, Φωτεινή Αποστόλου και θα βρείτε περισσότερα εδώ, έτσι στα πρόχειρα και βιαστικά, όπως τα γράφω εγώ.)

Η συζήτηση είχε ανάψει για καλά, καθένας έγραφε τι ήξερε, τι άκουσε, τι έμαθε. Έτσι, όπως γίνεται, δηλαδή και σε μια παρέα φίλων.

Επειδή όμως, ξέρω καλά από ίντερνετ, ότι το ένα, δυο, μπορούν να γίνουν χίλια δυο, και ξέροντας πως ταρακουνούμε ψυχές, διευκρίνισα κάποια στιγμή, πως, δεν είμαστε άξιοι να γίνουμε τιμωροί, ότι απορίες άλυτες έχουμε, που θέλουμε κάποτε να «λυθούν» και συνάμα, ξέροντας πως, όλες οι ψυχές μετά τον θάνατον, «δεδικαίονται», κλείσαμε την συζήτηση και η φίλη, έσβησε και τα σχόλια.
Δεν υπήρχε λόγος να φαίνεται, ποιος είπε και τι είπε, στο αυθόρμητο, χωρίς να ξέρουν μάλιστα και καλά, ακόμα, να χειρίζονται το ίντερνετ.

Όλοι μας είχαμε καλές προθέσεις, υπάρχει η έρευνα, υπάρχουν τα στοιχεία, κάτι στο μέλλον, θα βρίσκαμε, θα μαθαίναμε.

(Το θέμα, κράτησε, κι αν σήμερα έχουμε 13 Δεκέμβρη, δείχνει πως για μένα, κρατάει, ακόμα, εφόσον, βάση αυτό του προλόγου, θα καταλάβετε και …. τις πολλές «συμπτώσεις», που συνέβησαν, στις 10 Δεκέμβρη.)
Πριν απ’ αυτό, όμως, κατέβηκα με ταξί μια μέρα στο κέντρο, για επείγουσες δουλειές. Δεν ήξερα που να πρωτοπάω, πρώτα, ώστε να κερδίζω χρόνο. Ακόμα και τον ταξιτζή, τον μπέρδεψα. Άλλα του είπα όταν ξεκινήσαμε, άλλους προβληματισμούς για το που θα με άφηνε στην πορεία, κι αλλού του ζήτησα να με κατεβάσει στο τέλος.

«Λάθος! Στον Άγιο Νικόλα να με αφήσεις! Από κει θα ξεκινήσω, χρωστάω προσκύνημα και κεράκια…»

Μ’ άφησε ο άνθρωπος, Καλή του ώρα!

Μπαίνοντας, εκτός απ’ τα δικά μου που ανάβω πάντα, άναψα και ένα για την Φωτεινούλα. Είχε μπει, τόσο πολύ στη ζωή μου, αυτές τις μέρες, αλλά και στο παρελθόν, όταν ήμουνα μικρή. Στις δε, αναμνήσεις μου, όταν πάω στο χωριό, πάντα παρούσα.

Μπαίνοντας, μετά τα κεριά, στον Ιερό Ναό, το πρώτο που είδα, ήταν την εικόνα του Αγίου Νικολάου, γεμάτη λουλούδια, αυτή που εορτάστηκε, δηλαδή, να είναι μπροστά απ’ την σταθερή Του θέση, που πάντα χαιρετάω.
Ένοιωσα, σα να με περίμενε, σα να είχε βγει στον δρόμο, που αργούσα, να πάω. Σα να ήταν θέμα χρόνου, να είναι εκεί και στολισμένος!

Σοκαρίστηκα και  συγκινήθηκα μαζί, Τον κοίταξα: «Πρώτα η Παναγιά, με τον Χριστό, Άγιε μου Νικόλα, Εσείς οι Άγιοι μού τα μάθατε αυτά, έρχομαι! Σ’ ευχαριστώ που με περίμενες, έτσι, γιορτινός και στολισμένος!...»

…Κι ύστερα, ήρθε η 10 Δεκέμβρη. Στις 11, θα έκλεινε η μάννα μου τα 23 χρόνια απουσίας, δεν υπήρχε περίπτωση να μην κάνω σταράκι, είχα φροντίσει να έχω τα απαραίτητα, (στάρι, στραγάλι, φρυγανιά, καρύδια, κ.λ.π.) έφτασε Τετάρτη μεσημέρι, έπρεπε να το ετοιμάσω, κοντά στην ώρα που θα πήγαινα, αναλόγως, πως θα πήγαινα, με πόδια ή αυτοκίνητο, κ.λ.π.

Στο τηλέφωνο ο άντρας μου, μού είχε πει, θα με πήγαινε εκείνος, και μετά θα γυρίζαμε να φάει, κ.λ.π.

Είχα πολύ χρόνο μπροστά μου, κάθισα στον υπολογιστή, είδα και τους φίλους του χωριού μου.

Κάποια στιγμή πείνασα και τότε πρόσεξα πως πάνω στο τραπέζι βρίσκονταν το σακουλάκι με τα ολόκληρα καρύδια που είχα πάρει για το σταράκι.
«Βρε, τον γιο μου, ευτυχώς, δεν έφαγε πολλά και θα μού φτάσουν!» ήταν η πρώτη σκέψη!

Η δεύτερη, αργότερα, σκέψη « βρε Κατερίνα, λόγω προβλημάτων των δοντιών, ξεχάστηκες! Κι εσύ μπορείς, τώρα να φας!»  κι έτσι έφαγα το πρώτο και πολύ το χάρηκα!

…Η ώρα περνούσε, εγώ πεινούσα, τα καρύδια ήταν νόστιμα, τα εμφυτεύματα έκαναν δουλειά, δαγκώνω και σκληρά, «Σ’χώρα με, μάννα, ξέρω, χαίρεσαι κι εσύ, θα φτάσουν και για σένα, μην ανησυχείς! Ξέρω ότι δεν μετράνε τα υλικά, όσο το τρισάγιο στη μνήμη σου!»

… Έτσι, με ήσυχη συνείδηση, έφαγα πολλά, κι ήμουνα εννοείται, νηστική, όλη μέρα, μόνο με τσιγάρο και καφέ.

Πήγε 4 και μισή, όταν ήρθε ένα φορτηγό με ξύλα μπροστά, πίσω κι ο άντρας μου.
Κατέβηκα στην αυλή, βοήθησα για την προετοιμασία της στίβας (νάυλον, βάσεις, κ.λ.π) και είπα στον άντρα μου:

«Κρυώνω πολύ, πάω να ντυθώ καλύτερα, ρίξ’ τα εσύ από μέσα, πάω να ντυθώ καλύτερα, να ετοιμάσω και το σταράκι, να μην αργήσουμε και θα έρθω να σε βοηθήσω, να τελειώσουμε γρήγορα, να προλάβουμε και παπά, και να γυρίσουμε να φάμε!»

Ανέβηκα. Ο υπολογιστής ήταν ακόμα ανοιχτός, μια φωτογραφία της μαμά της φίλης, της κυρίας Ελένης, γέμιζε την οθόνη του υπολογιστή μου, κι ένα τραγούδι της φίλης «Γερνάω μαμά», αφιερωμένο στην μαμά της, που εδώ και πέντε ολόκληρα χρόνια της λείπει.
Λάικ φίλων, συμπαράσταση (γιατί το ίντερνετ, είναι κυρίως επαφή, και άμεση, ανάλογα πως το «χρησιμοποιεί» κανείς, εισπράττει και τα καλά του ), συμμετέχω κι εγώ «κορίτσια, 23 χρόνια αύριο η δική μου μάννα», «36 λείπει η δική μου, έγραψε μια άλλη φίλη», «κορίτσια, θα ετοιμάσω σταράκι, γράψ’ τε, τα ονόματα απ’ τις μανούλες σας, να τα διαβάσω μαζί της, κι όσα άλλα θέλετε, δε θα έχει πρόβλημα η μάνα, ούτε, σίγουρα, ο παππάς, γράψ’ τε τα, να τα δω πριν φύγω, μέχρι να ετοιμαστώ», τους είπα και συνέχισα τις δουλειές μου.

Πλύθηκα, ντύθηκα, άρχισα να ετοιμάζω το σταράκι, μου έλειπε ένα βασικό «υλικό» το ασημένιο κουφετάκι, για το κέντημα του σταυρού, ήξερα που το είχα, το έψαξα, να είναι όλα μαζί, δίπλα μου.

Δεν ήταν στην θέση της η γυάλα με τα κουφετάκια. Θυμήθηκα ότι είχαν περισσέψει λίγα, και μάλλον τα πέταξα κάποια στιγμή, είχα χρόνο, θα τα αντικαθιστούσα, μέχρι τον Δεκέμβρη, που θα τα χρειαζόμουν για την μάννα!

Να, που όμως, μ’ αυτά και με τα άλλα, έφτασε κι ο Δεκέμβρης, κι εγώ, δεν τ’ αναπλήρωσα….

«Ας είναι, μάννα! Έχω τα καρύδια, ευτυχώς, δεν πρόλαβα να τα χτυπήσω στο γουδί, ποτέ δε στόλισα το σταράκι σου με καρύδια, ας είναι η πρώτη φορά, θα το χαρείς κι εσύ, άλλωστε, δεν είναι εκείνο το Ψυχοσάββατο, μετά το Πάσχα, που είναι απαραίτητα τα χρυσά κόλλυβα, ώστε, τόσες μέρες στη γη, περιπλανώμενες οι ψυχές σας, φεύγουν παραπονεμένες απ’ αυτή. (Μου το είπαν γιαγιές, το τηρώ. 
Έτσι, τα βρήκα νοερά, με την συνείδησή μου και με την μάννα!)

Κάτι δεν πήγαινε όμως καλά, κρύωνα, ζαλιζόμουνα, με έκοβε η κοιλιά.
Δεν έδωσα σημασία, ετοίμασα το σταράκι, είχα γράψει τα δικά μου ονόματα των Απόντων αγαπημένων μου ψυχών, με πρώτο το όνομα της μάννας, Αφροδίτη, εφόσον εκείνη είχε την τιμητική της, Κοίταξα στον υπολογιστή, να δω τι ονόματα μου έγραφαν οι φίλοι μου, δεν υπήραχν πολλά, ήταν λίγος ο χρόνος, η μία φίλη έλειπε, ήξερα όμως το όνομα της μαμάς της, η άλλη έγραψε «Κατερίνα και Ευχαριστώ», «Δεν υπάρχει ευχαριστώ γι’ αυτά», απάντησα και έκλεισα τον υπολογιστή.
Συμπλήρωσα τα δυο ονόματα, Ελένη και Κατερίνα οι μαμάδες των δύο κοριτσιών, της Φωτεινούλας το είχα γραμμένο, ήδη, αμέσως μετά τα δικά μου και μετά, έψαξα να βρω στην φωτογραφία τα άλλα μικρά ονόματα, των ανθρώπων που άθελά μας, είχαμε «ταρακουνήσει» αυτές τις μέρες, εμείς οι φίλοι.

Έτσι θα ένιωθα κι εγώ καλύτερα, όσο κι εκείνοι.

Έτοιμη, επί της ουσίας, θα μπορούσα να τρέξω, να βοηθήσω τον άντρα μου, μα δεν πρόλαβα. Η κοιλιά μου με έσφαζε, τάση για εμετό, σάλια μόνο έβγαζα απ' το στόμα, (φοβάμαι τον εμετό από παιδί, δυο φορές έχω κάνει στη ζωή μου, μία σε μια σχολική εκδρομή και μία παραμονή Πρωτοχρονιάς 2001- προς 2002, που είχα καλεσμένους, ήμουνα κρυωμένη, είχα βήχα, ήπια αρκετό κρασάκι κι ήταν η τελευταία φορά που έβαλα στο στόμα μου αλκοόλ), αδύνατον να έκανα προχθές!
Η κοιλιά μου, όμως και οι μαχαιριές στο έντερο, με έκοβαν στα δυο, και απόκτησα μόνιμη θέση στην τουαλέτα.
Ο άντρας μου, είχε δουλειά με τα ξύλα και πεθαμένη να μ’ έβρισκε, δε θα ήξερε το γιατί! Έφαγε πολλά καρύδια; Ήταν αλλεργία; Ήταν κάποιο χαλασμένο; Η νεκροψία θα το έδειχνε, μετά από μέρες.

Όλη αυτή την ώρα που σπαρταρούσα, έκανα προσευχή. «Να προλάβω, τουλάχιστον, να διαβάσω το σταράκι, πριν σωριαστώ και με πάνε στο Νοσοκομείο", όπως άλλες φορές, από διάφορα άλλα έκτακτα, που ένας αλλεργικός, χωρίς να ξέρει, του εμφανίζονται.

Κάποια στιγμή, μάζεψα τις δυνάμεις μου, γιατί η ώρα περνούσε, ο παπάς, από όποια εκκλησία, θα έφευγε. Έπρεπε να προλάβω, πάση θυσία. Προσευχή και βουβή, κοίταζα το καντηλάκι του Αγίου Εφραίμ, (Εκείνος ήξερε τι ήθελα, χωρίς πολλά λόγια) , στην κάθε προσπάθειά μου, απ’ την τουαλέτα να φτάσω στο χολ, ν’ ανοίξω την πόρτα, να πάω κάτω, να βοηθήσω στα ξύλα, να φύγουμε.

Μια φορά τα κατάφερα, έφτασα μέχρι τα μισά της σκάλας.
«Άντρα μου, έρχομαι…." Μαχαιριά στην κοιλιά, άσπρη σαν το φλουρί, "αδύνατον!» έκανα στροφή, να γυρίσω πίσω.
«Τι έπαθες;»
«Με κόβει η κοιλιά μου, θα γυρίσω…»

Γύρισα στην τουαλέτα, κι έμεινα εκεί, να σφάζομαι και να προσεύχομαι.
Τελείωσε ο άντρας μου με τα ξύλα, ήρθε πάνω, μ’ έψαξε, ανησύχησε, με βρήκε, μου έφερε τηλέφωνο, να πάρω, να ρωτήσω, τι μπορώ να κάνω… ώστε να μπορέσω να φτάσω ζωντανή στο Νοσοκομείο. "Ρύζι, καφέ με λεμόνι", οι πρωτες πληροφορίες.

Η ώρα είχε πάει ήδη, 6 και 30. Οι παπάδες σχόλασαν, οι εκκλησιές έκλεισαν, «Ξέχνα το, τότε το στάρι, αύριο! Θα πάμε Νοσοκομείο», είπε, ο άντρας μου, νευριασμένος μάλιστα, που δεν του έφτανε όλη μέρα η κούραση, είχε να κάνει και με τον δικό μου σεβδά, να φάω πάνω από μια χούφτα καρύδια και μάλιστα νηστική!

Η απογοήτευση πήρε τη θέση της προσευχής, το στάρι θα έμενε στο ψυγείο, αδιάβαστο, αν εγώ προλάβαινα και γύριζα…
«Περίμενε να ετοιμαστώ, λίγο, …»

Πήγα στο δωμάτιο με διακοπές (μα πώς θα πήγαινα; Η βρύση κάποια στιγμή κλείνει, η κοιλιά μου δεν ελέγχεται… νέα καθαρά ρούχα, πάλι με διακοπές…κάποια στιγμή, δήλωσα προφορικώς «έτοιμη!», κοίταξα την χαμηλή φλόγα του καντηλιού, νέο φυτίλι και τρεμόσβηνε, τι ήθελε να μου πει, πάλι, ο Άγιος, ο άντρας μου έτοιμος με μπουφάν και με τα κλειδιά στο χέρι, κοντά στην πόρτα, αμ, δε, που θα φτάναμε στο Νοσοκομείο, αντιδρούσε η κοιλιά μου…

Ξανά τουαλέτα, ξανά, για άλλη μια φορά, από λάθος σημείο, πολύ βαθειά η προσευχή:
«Κράτα με, σε παρακαλώ και βόηθα με να τελειώσω αυτό που ξεκίνησα…»

Να ‘μαι πάλι στο χολ, τρεμόπαιξε η φλόγα του καντηλιού, λιγάκι, αμέσως όμως, σταθεροποιήθηκε!
…..
Ένας αργός κόφτης στην κοιλιά, πέρασε… ήταν δυνατός, έφυγε! Δε ξανάρθε!

Το χέρι έψαξε να τον βρει, ήμουνα άσπρη σα νεκρή, μα όρθια και δεν πονούσα, πια!

Τώρα; Τι ώρα ήταν;
Τώρα ήταν εξίμιση!

«Πάμε! Είμαι καλά! Δεν πονάω, σα να έκλεισε η βρύση… πάμε, ίσως βρούμε παπά! Πάμε στον Άγιο Ανδρέα, να ξεκινήσουμε από ψηλά, εκεί, έχει και ύπαιθρο, αν χρειαστεί…»

Ο άντρας μου, δεν ήξερε σε τι φάση ήμουνα εγώ, αφού εγώ έλεγα ότι αισθάνομαι καλά, εκείνος, γιατί να έχει αντίρρηση;
Βγάζει σπυράκια όταν ακούει για γιατρούς, πολλές φορές, αποφεύγω να του λέω και πώς πονάω, για να μη του χαλάσω τη διάθεση, τώρα θα του την χαλούσα, που θα με πήγαινε και για παπά; Έχει και μια αντίδραση, γενική, και γι’ αυτό δε μιλάω πολύ, εκτός απ’ τα πολύ «δυνατά», δεν τον ενοχλώ, δεν μ’ ενοχλεί, δημοκρατία έχουμε, όσο πιστεύει κανείς…

Φύγαμε. Εδώ και στην περιγραφή, θα είμαι πιο σύντομη.

Είχα χάσει όμως το χαρτί με τα ονόματα! Έπρεπε να γράψω καινούργιο, δεν τα θυμόμουνα όλα, δεν προλάβαινα όμως, ν’ ανοίξω πάλι τον υπολογιστή.

Ας είναι. Νέο χαρτί, κι ότι θυμόμουνα.
Έγραψα, βιαστικά.

Άφησα τα τσιγάρα και έβαλα στην τσέπη τον αναπτήρα.
Θα τον χρειαζόμουνα, αν έβρισκα εκκλησία, κι αν ήταν όλα σβηστά τα κεριά, ν’ ανάψω, τουλάχιστον, του σταριού μου.

Τώρα, φύγαμε.
Η κοιλιά και οι βρύσες, άνω και κάτω, λες και δεν υπήρξαν!
Μόνο η εξάντληση και η όψη μου μαρτύραγε, πως βγήκα από φουρτούνα, γενική, φυσική και ψυχική.

Πρώτη εκκλησιά. Άγιος Ανδρέας. Κλειστή.

Δεύτερη εκκλησιά. Άγιος Νεκτάριος. Κλειστή.
Τρίτη εκκλησιά: Αγία Βαρβάρα. «Βλέπω φωτάκι. Πήγαινε, καλύτερα, από κοντά, να δεις!»
Πήγα. Κατάλαβα αμέσως, ότι ήταν πολύ αργά για να είναι ανοιχτή. Ανέβηκα στην σκάλα, όμως, έτσι, γιατί ήθελα να ξανανέβω αυτά τα σκαλιά, να δοκιμάσω το πόμολο, γιατί, άλλη μια φορά, έτσι αργά, ήταν ανοιχτή.

Δεν ήταν, λογικό, αλλά ανέβηκα, δοκίμασα. Μια άλλη φορά, μόλις δοκίμαζα πόμολο κλειδωμένης πόρτας, πετάχτηκε από πίσω μου ένας καντηλανάφτης, έφευγε, με είχε δει που έτρεχα και γύσρισε πίσω. Ήταν στην Παναγία του Φυτόκου, που εκείνη τη μέρα, είχα πάει και στο Μοναστήρι της Παναγίας Φυτόκου, για πρώτη φορά και μοίραζα εκόνες του Αγίου Εφραίμ!
Μόλις γύρισα να πάρω τον κατήφορο της σκάλας, ακούστηκε η γρήγορη καμπάνα του Αγίου Ανδρέα, σαν αντίλαλος στ’ αυτιά μου.
Αποκλείεται να είναι ρολόι. Η ώρα δεν χτυπάει έτσι, μα και καμπάνα, αποκλείεται. "Παραισθήσεις έχεις Κατερίνα, προχώρα". Τέλος οι ελπίδες γι’ απόψε, αύριο με το καλό, όλα θα γίνουν πιο σωστά.

«Πάμε, άντρα μου. Σ’ ευχαριστώ και συγγνώμη. Αύριο, θα πάω μόνη μου, με τα πόδια. Αν σου πω, ότι από χθες, σκέφτηκα να πάω σήμερα στο χωριό, να διαβάσω το σταράκι εκεί, στον Άγιο Γεώργιο, που «χρωστάω», κιόλας!  (Είχα δανειστεί φυτίλι απ’ τον παπά Νικόλα, πάνω στον Άγιο Φανούριο, γιατί τα είχα αφήσει σε ποσότητα στα άλλα ξωκλήσια). Μάλλον με θέλει κοντά της η μάννα, κι ίσως αύριο πάω στο χωριό, να την διαβάσω εκεί», του είπα.

Είχαμε πάει ήδη σε τρεις εκκλησιές, έφτανε. Σε εκατό να με πήγαινε, νύχτα ήταν, οι εκκλησιές, δεν εφημερεύουν σαν τα Φαρμακεία, αν και πολύ θα το ήθελα!

Λίγο πιο κάτω, άντε, θα στρίψει, κι είδα έναν οδηγό, να συνεχίζει.
Αντιρρήσεις δε θα έφερνα, «Ελπίδα» θα ήθελα να με είχαν βαφτίσει, (γι’ αυτό είπα και το γατί μου)

(Ήρθε και ο γιος, νωρίτερα, αχ! Πάλι δε θα τελειώσω το κείμενο! Δυο οι άντρες μου, στη γύρα…
«Γεια σου ρε, μάννα!», χαμόγελο … δικό του.
«Γιε μου, επειδή…. Διότι….»
«Μην αγχώνεσαι, μάννα! Συνέχισε! Θα τα κάνω μόνος μου, σα να μην ήρθα…»

«Ευχαριστώ, γιε»!
«Ευχαριστώ, Άγιε Εφραίμ!»
Ώρα 11:47, ξημερώματα Κυριακής 14/11/14)

«Θα σε πάω μέχρι τον Άγιο Γεράσιμο. Αυτός ο παπάς, αργεί να φύγει.»

Τέταρτη εκκλησιά. Άγιος Γεράσιμος. Είχε έντονο φωτισμό, πήγα από κοντά, όλα ήταν πολύ γλυκά. Κλειστή.

Άντε, αυτό ήταν. Γυρίζουμε.

Αμ, δε! Δεν το πίστευα ότι ο άντρας μου έψαχνε ανοιχτή εκκλησιά, τέτοια ώρα! Δε μιλούσε, οδηγούσε. Ούτε εγώ.

Πέμπτη εκκλησιά. Άγιος Βασίλειος. Κλειστή.

Τώρα, γυρίζουμε, φαντάστηκα.
Είχε το αυτόματο. Οδηγούσε.
Περάσαμε το ποτάμι. Εκεί κοντά είδα ένα καφέ άλογο, με άσπρα πόδια! Το είχε δει κι ο άντρας μου, ξέρει ότι τ’ αγαπώ, μα δεν έκοψε ταχύτητα. Συνέχιζε…

Διέκοψα τη σιωπή. «Θυμήσου τον δρόμο, να ξαναπεράσουμε από δω. Θέλω να το ξαναδώ…» βρήκα φωνή και είπα.
«Τώρα…» ήταν η απάντηση.


Έκτη εκκλησιά. Ανάληψη. Κλειστή.
Θα πρέπει να είχε περάσει πολύ από 8, η ώρα.
Ποιος ήξερε την ώρα, τέτοιες ώρες, σήμερα!...

Έβδομη εκκλησιά, μετά την γέφυρα, Νέα Δημητριάδα!
Πριν την γέφυρα ανεβαίνοντας, εκεί δεξιά, ήταν παλιά, πολύ παλιά, ένα σινεμά. Με πήγαιναν παιδί. (Άλλο κεφάλαιο)

Άγιος Δημήτριος, δεξιά. Μετρημένα φώτα, λιγοστά, δεν φαίνονταν καλά η είσοδος, κάποια παιδάκια έκαναν πατίνι εκεί μπροστά,
«Ρώτα…»
«Τι να ρωτήσω…»
«Κατέβα και ρώτα», είπε, σχεδόν νευριασμένος.
Δε με έπαιρνε να τον νευριάσω κι άλλο, δεν ξέρω τι πείσμα τον έπιασε απόψε, ντε και καλά, ενώ εγώ, δεν επιμένω, άνοιξα την πόρτα, πλησίασα στον αυλόγυρο:
«Παιδάκια, μήπως είναι ανοιχτή η Εκκλησία;»
«Είναι!» φώναξε ένα παιδάκι!
Δεν πάω καλά, δεν ακούω καλά, ξανά:
«Παιδάκια, είναι αλήθεια, ανοιχτά ή Εκκλησία;»
«Νααααιιιι» , φώναξαν, όλα μαζί, σαν χορωδία Αγγέλων!

«Δεν το πιστεύω», ψέλλισα και γύρισα προς το αυτοκίνητο.
Δηλαδή... το Πιστεύω! Χαίρομαι και το Πιστεύω, αυτό εννοώ, λέγοντας, "Δεν το Πιστεύω, εννοώ, Θεέ μου, είσαι Ολοζώντανος!"
Το χέρι του άντρα μου, μού άπλωνε την σακούλα με το στάρι, την τσάντα μου και φυσικά, θα έμενε εκεί, να με περιμένει, δεν ήταν η πρώτη φορά.

Έφτασα, περπατώντας, πετώντας, δεν ξέρω.
Σίγουρα όμως, ήμουνα σε άλλη διάσταση.

Μπήκα μέσα, άκρα ησυχία, λες και ήμουνα μόνη μου μέσα, σε μια κλειστή Εκκλησιά, τη νύχτα.

Χαιρετούσα εικόνες, έκανα τον σταυρό μου, κοίταζα ψηλά, αριστερά, δεξιά, σαν τους κλέφτες και όχι, σαν και φοβάμαι μόνη μου, σαν και, τι παράδεισος είναι αυτός!
«Είναι κανείς εδώ;»
….Εκτός απ’ τον Θεό; Δεν το φώναξα αυτό.
Σώπασα, μην ακουστεί αντίλαλος της φωνής μου και σκιαχτώ, προχώρησα, δειλά, δεξιά, σα να άκουσα κάποιες φωνές,
«Πάτερ! Είναι κανείς εδώ;»

Είδα να ξεπροβάλλει απ’ την κουρτίνα του γραφείου (δεν ξέρω τι είναι εκεί) ένας παπάς.
«Παπά μου, … έχω ένα σταράκι. Πέρασα πολλά… Μπορείς να μου το διαβάσεις, σε παρακαλώ;»
«Και βέβαια! Δυο λεπτά, να πάρω το πετραχήλι.»
Τον κοίταζα, σχεδόν, παρακαλώντας…. Μην αργήσει. Σα να φοβόμουνα ή ότι θα χαθεί, κι είναι όλα της φαντασίας μου ή ότι οι δικές μου δυνάμεις θα εξαντληθούν και πάλι, (αν και μέσα στην εκκλησιά και σε ποια εκκλησιά, λιποθυμούσα, από χίλιους λόγους…. Συν ένας, που προέκυψε, με το να είναι η συγκεκριμένη εκκλησιά ανοιχτή, πολλές οι συμπτώσεις, πολλά τα εμπόδια, πόσα ν’ αντέξω σε μια μέρα, δυο μέρες, απλός άνθρωπος, είμαι κι εγώ!)

Είδε περίεργη συμπεριφορά ο παπάς… κατάλαβα την ματιά του, «παπά μου, να διαβάσουμε το σταράκι κι αν έχεις χρόνο μετά, θα σου εξηγήσω τα όσα μου έχουν συμβεί σήμερα… Λογικά, έπρεπε να είμαι στο Νοσοκομείο, αλλά, αφού έφτασα ως εδώ, πρέπει να διαβάσουμε γρήγορα…»

«Δεν αργώ. Δυο βήματα είναι. Ετοίμασε το σταράκι εσύ.»

Έβγαλα την πιατέλα απ’ την σακούλα. Έβγαλα όλα τα καρύδια που είχα στολίσει τον σταυρό και τα τύλιξα σ’ ένα χαρτί, (σελοφάν) ήταν διαφανές, φαίνονταν όμως.

Στην διαδρομή, με τις τόσες εκκλησιές, είχα σκεφτεί, ότι θα έβγαζα σίγουρα τα καρύδια, θα πέταγα και την άχνη πάνω, που ακούμπησαν, άντε και τα παρακάτω στρώματα, λίγα σποράκια όμως, διαβασμένα, τουλάχιστον εγώ, από κάω κάτω, θα έτρωγα.
Κανένας άλλος. Ούτε τα πουλιά. Δε μπορούσα ακριβώς, να ξέρω, αν, μόνο η αλλεργία έφταιγε σε μένα.

Μα… είχε φάει και το παιδί!
Ώ, Θεέ! Το παιδί! Το παιδί είναι καλά;
Στη σκέψη αυτή, παρέλυσα. Τα ‘χασα. (Αυτή η σκέψη, εκτός της άλλης, να βρεθώ στην εκκλησιά που με πήγαιναν παιδάκι, όταν ήμουνα στον Βόλο…. Αυτή η νέα εκκλησία, έστω, λίγα μέτρα, απέναντι είναι… αυτή η μεγάλη σύμπτωση, έφτανε, για να λιποθυμήσει με μόνη αφορμή, μια Κατερίνα και μόνο!)

Ήρθε κιόλας ο παπάς, μ’ είδε να κοιτάζω ψηλά, εκστασιασμένη, κοντά και στα χαμένα…
"Παπά μου, δείξε μου εσύ, που έχετε εικόνα του Αγίου Εφραίμ, εδώ στην εκκλησία σας, γιατί, σε όποια εκκλησιά κι αν έχω πάει, αν είναι εκεί, δεν υπάρχει περίπτωση να μη με δει, να μη μού τραβήξει μόνος του, την προσοχή! Δεν τον βρίσκω!.."
Σήκωσε το χέρι του, το ακολούθησε με λαχτάρα η ματιά μου:
"Δεν έχουμε ακόμα. Έχουμε παραγγείλει μια Αγιογραφία του, θα γίνει εκεί..." και μού έδειχνε.
Ήξερα τι έπρεπε να κάνω, καλύφθηκα, έψαξα το χαρτί.
«Παπά μου, δε βρίσκω τα ονόματα! Δε βρίσκω το χαρτί! Ούτε τον αναπτήρα! Θα τρελαθώ… Δεν το πιστεύω, αυτό που γίνεται απόψε! Με ξεπερνάει…»
Και κοίταζα ψηλά και γύρω γύρω, στα χαμένα…
«Μη στεναχωριέσαι. Το κεράκι. Έχουμε φως, θα τ’ ανάψουμε απ’ το καντήλι."
 Ένα καντηλάκι τρεμόπαιξε στην εικόνα της Παναγιάς, μόλις το κοίταξα, δίπλα, αριστερά του Ιερού, ένα μόνο καντήλι ήταν αναμμένο, πρώτη φορά που το στάρι μου θα έπαιρνε φλόγα απ’ αυτό!
Συγκλονίστηκα.
«Θα σου φέρω κι ένα χαρτάκι, να ξαναγράψεις τα ονόματα.
‘¨Όχι, παπά μου, μη φύγεις, θα τα γράψω εδώ. Βρήκα ένα στυλό, θα τα γράψω εδώ και έγραψα τα ονόματα που θυμήθηκα, σε μια χαρτοπετσέτα, αφού γονάτισα, κάτω στο πλατύσκαλο, όχι από ταπεινότητα, ίσως για να μαζέψω δυνάμεις, για να μπορέσω να σταθώ όρθια. Τα πόδια μου έτρεμαν προ πολλού, για λιγότερους λόγους, πόσο μάλλον, τώρα!

Σηκώθηκα. Ο παπάς πλησίαζε στη θέση του, μπροστά στο Ιερό. Κρατώντας την χαρτοπετσέτα, και βλέποντας πως η τρίτη λίστα μου, απ’ την πρώτη,  κόντευε την μισή,
«Πάτερ μου, κόλλησα… Δε θυμάμαι όλα τα ονόματα, σαν κάτι να μ’ εμπόδισε να διαβαστούν…. Δεν καταλαβαίνω…» μονολόγησα.
«Δεν πειράζει,» έλεγε εκείνος, «αν θυμηθείς, μου τα λες….» κι εγώ, είχα πια καταλάβει, κοιτάζοντας ακόμα τη νέα λίστα, κατάλαβα ποια ονόματα, έλειπαν!
Εκεί, «έπαθα»!
Με γουρλωμένα μάτια, έκπληκτη, σαν υστερική, κοιτάζοντας τον παπά και πάνω απ’ τον παπά στο ταβάνι, άκουσα τον δυνατό αντίλαλο της φωνής μου:
«Τελικά, δεν πάνε όλοι οι άνθρωποι, στον Παράδεισο, παπαααά!»
«Τώρα, το κατάλαβες; Γι’ αυτό εμείς τους διαβάζουμε όλους, για να συγχωρεθούν…», έλεγε ο παπάς, στον κόσμο μου, εγώ, κοίταζα σα χαζή το Αγιογραφημένο ταβάνι του Ιερού Ναού, σα να έβλεπα με σπίθες τα γράμματα απ' τις λέξεις μου, να επιστρέφουν πάλι σε μένα, έσκυψα το κεφάλι από ντροπή, γι' αυτό που είχα ξεστομήσει,  κοίταξα τον παπά, που ήταν έτοιμος «Πώς σε λένε, παπά μου;» τον ρώτησα, (λες κι ήταν ο γείτονας, είχα "βγει", σας είπα, έχασα τον έλεγχο της καθώς πρέπει συμπεριφοράς, ενός ευσεβούς ανθρώπου,
«Γιώργος…»
«Πέστο μου, κι αυτό! Δυο Αγίους Καβαλάρηδες έχουμε, Δημήτρης μ’ έφερε, ένα άλογο είδαμε στον δρόμο, παπά Γιώργη βρήκα, ο δεύτερος Άγιος, ένα άλογο μου λείπει, στον Άγιο Γεώργιο στο χωριό ήθελα να πάω, αρχίνα, να διαβάζεις, πολύ αργήσαμε, παπά!»

Κι ύστερα, που άκουγα ονόματα, δικά μου και Φωτεινής, Ελένης, Κατερίνας, ήθελα και να κλάψω, μα με τόση αφυδάτωση πια, όλα τα δάκρυα ήταν στεγνά, τόσο που μ’ έσφιγγαν τα μάτια.

Μετά, καθίσαμε δίπλα στις καρέκλες, να εξηγήσω πέντε πράγματα στο παπά.
Από πού ν’ αρχίσω;
"Έχω ζήσει τόσα θαύματα, παπά, άλλοι τα λένε συμπτώσεις, τι να σου πρωτοπώ, κάτι είπα. «Α!, γι’ αυτό έβγαλες τα καρύδια…»,
«Γι’ αυτό έβγαλα και άλλα, παπά, τι να σου πρωτοπώ, ζω από θαύμα, πολλά θαύματα, έχω μια γωνιά στο ίντερνετ, τα γράφω, κάποια στιγμή, αν έχεις, θα τα δεις.
"Πώς θα σε βρω;"
«Όποιο όνομα, κι αν αναζητήσεις, παπά Γιώργη, θα με βρεις.»

Βγήκα έξω. Ο άντρας μου με σβηστά τα φώτα και την μηχανή, με περίμενε.
Άφησα στο κάθισμα την τσάντα και το στάρι, χαιρέτησα στο μικρό έξω προσκυνητάρι, έβγαλα την μηχανή... (εξηγώ παρακάτω)  «Έρχομαι σε δυο λεπτά», είπα στον άντρα μου με χαμηλή ένταση φωνής και να ήθελα, δεν είχα άλλη.
Προχώρησα, διέσχισα τον μεγάλο δρόμο, πέρασα απέναντι, κι έφτασα να προσκυνώ και να χαιδεύω τον τοίχο του παλιού Ιερού του Ναού, του Αγίου Δημητρίου, εκεί που πήγαινα παιδί, με πήγαιναν παιδί, μετά πό τόσα πολλά χρόνια, ενώ έχω περάσει με τ’ αυτοκίνητο, χιλιάδες φορές από κει, μα που ποτέ, όμως δε στάθηκα, γιατί αλίμονο, αν μπέρδευα την καθημερινότητά μου, τόσο συχνά, με του παρελθόντος, καλά θαμμένες στιγμές!
Έτυχαν οι μέρες να "ξεθάψουν", τα σεβαστήκαμε, τα συγχωρήσαμε, τα "προσκυνήσαμε", ως εκεί!

Στον δρόμο, γυρίζοντας, μετά το ποτάμι, είδαμε άλλο ένα άλογο, πιο μικρό, καφέ!
«Να ‘το και το Άλλο, άλογο!», είπα δυνατά, ο άντρας μου, δεν έκανε στάση για φωτογραφία, γιατί νωρίτερα, όταν βγήκα απ’ τη Νέα εκκλησιά και πριν πάω στο Ιερό της Παλιάς, αφού προσκύνησα στο έξω μεγάλο προσκυνητάρι, στην προσπάθεια να «κρατήσω», έστω, μόνο μία φωτογραφία, της μεγάλης Αποκαλυπτικής βραδιάς, ότι Άγιοι και πεθαμένοι άνθρωποι, είναι ζωντανοί, έδειξε αμέσως μαύρο και κάποιο πρόβλημα, δε φορούσα γυαλιά, κατάλαβα, δεν επέμενα, ότι και να έγραφε η μηχανή, η Άνωθεν Δύναμη, «δεν ήθελε να έχω αποδείξεις φωτογραφικές», το είπα και δυνατά, οπότε… σίγουρα, με προβληματική μηχανή, δε θα σταματούσε ο άντρας μου, εκεί, στο άλλο αλογάκι.

…Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, μετά από δυνατά προσκυνήματα, ο Κακός, βάζει πάντα, το χεράκι του.
Πολλά αυτοκίνητα στον δρόμο, οι περισσότεροι κακοί οδηγοί… μέσα και ο άντρας μου, είδα έναν άλλον άντρα, ανήμερο θεριό, να βρίζει, να βρίζει.
Υπήρξε ένταση.
«Μη μού σκοτώνεις τις στιγμές, βρίσε την ομάδα σου, όχι όμως τον Θεό μου, να χαρείς!... Μη μού το κάνεις αυτό, απόψε… να χαρείς!»
Οδηγούσε νευριασμένα, δε ξέρω αν του βγήκε η κούραση ή όλα τα διαολάκια που καιροφυλακτούσαν και βρήκαν την κατάλληλη στιγμή, εγώ πάντως, χωρίς να μιλάω πια, προσευχόμουνα νοερά, τον σταύρωνα και κρυφά.
Μετά το σταύρωμα, είδαμε και το αλογάκι. Κοντά στα μέρη που περπατάω.( Ήταν όμως, καινούργιο; Σα μικρό, μου φάνηκε.)

Πριν ανέβουμε σπίτι, βρήκα στο γραμματοκιβώτιο έναν φάκελο, που μέσα  έγραφε ονόματα και φωτογραφίες, μέσα, το κοριτσάκι, η Φωτεινή!
Δεν τον άνοιξα όμως, αμέσως.
Αργότερα.
Ήθελα να ξεχωρίσω τις στιγμές.
Έπρεπε να συνέλθω.

Γυρίσαμε στο σπίτι, στις 9, δε ξέρω. Κάπου υπάρχει η καταγραφή της στιγμής που έλεγε «Αθάνατες οι μανούλες σας, κορίτσια. Αν ξέρατε όμως, τα όσα μου συνέβησαν…»

Και που ξέρω ή που νομίζω πως ξέρω, δικό μου το πρόβλημα.

Στο ίνμποξ, η φίλη μου έγραφε με γραφή υστερικιά:
«Δεν αντέχω να δω τα οστά της μαμάς μου, Κατερίναααααα!»

Τρελάθηκα.
Βροχή από συμπτώσεις και η κοιλιά, ήσυχα κρατεί.
Μη την ξυπνήσουμε, κι αυτή, να ξημερώσει!
Να ξεκουραστεί ο άντρας μου και το παιδί!
Το παιδί, δεν είχε πρόβλημα με τα καρύδια, τηλεφώνησα προ πολλού, όλα καλά!

Εγώ ήμουνα και θα παραμείνω, του «ευαισθήτου»…

‘Εκανα τον σταυρό μου, στο καντήλι μου, άρχισα να χασμουριέμαι.
«Ας, ξεματιαστώ. Δεν είναι κακό.»

Όλες οι σταγόνες του λαδιού, διαλύθηκαν.
Πρώτη μου φορά, βγήκε απ’ το στόμα μου, ένας ήχος, σα βρυχυθμός…
Είμαι και κρυωμένη, έχω ένα βήχα με φλέμμα, με παιδεύει, τον τελευταίο καιρό…
Ποιος να ξέρει, τι ήταν, κι αυτό;

Μετά, ηρέμησα. Έγραψα και στο ίντερνετ, τα της άλλης μέρας, τα ξέρετε.
Πάλι τα ίδια, ένας καλός γιατρός, άλλη στιγμή, ειδικό αφιέρωμα σ’ αυτόν, μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες και φάρμακα, ώστε να θεραπευθώ, απ’ την «οξεία γαστρεντερίτιδα», εντός 24ωρου…
Δεν έφτασα Νοσοκομείο, αναρρώνω ακόμα, όλα καλά!
Αποδείχτηκα εφτάψυχη, αν και σοκαρίστηκα, όταν μετρώντας τις εκκλησιές, είδα ότι ήταν κι αυτές, 7!
Τα έγραψα για να ξαλαφρώσω.
Έτσι συνέβησαν.
Εγώ το λέω: «Πρόγραμμα Άνωθεν» και Θαύμα!
Εσείς, μετρείστε «συμπτώσεις», αν αδειάζετε, πείτε με και «τρελή», δεν έχω πρόβλημα.

Μόνο μια συγγνώμη, που σας ζάλισα.

Ένα «ευχαριστώ» τον γιο, που έφαγε τόσο γρήγορα και απαρατήρητα απόψε, δίπλα μου, ώστε να μ’ αφήσει μόνη μου στην κουζίνα, να ολοκληρώσω την ατέλειωτη περιγραφή μου.

«Ευχαριστώ» τον Άγιο Εφραίμ, που ήταν κι απόψε δίπλα μου, όπως εδώ και πολλά χρόνια, κι ας μην Τον ονομάτισα γραπτώς, αυτές τις μέρες.
Ξέρει Εκείνος! Πάντα Τον εννοώ, απλά, ο ίδιος με «σπρώχνει», να μάθω κι άλλους Αγίους και άλλα πολλά!

Υγ. Μέσα στις συμπτώσεις της μέρας, το πρωί στις 10 του μηνός, ξύπνησα με όνειρο τους χαμένους μου κωδικούς, στο Φεις, μα πολλά εμπόδια, δεν μ’ άφησαν να τον κλείσω τότε!

Το έκλεισα στις 12/12/14 στις 12:01, ακριβώς!
Έτσι, προέκυψε!
Ναι, ξέρω. Σίγουρα κάποια πράγματα είναι συμπτώσεις!
Και μία ακόμα: Έφτασα, λέει το γουόρντ, στην 11 σελίδα! Στο 12, 7 εκ. γρ,.22 στ. 77

….
ξέφυγα!
Μου θύμισε τον Θεοφίλου απόψε (χθες, πια) στα παρατράγουδα, που έλεγε, «όλα είναι συμπτώσεις, αριθμοί και η επιστήμη, η θεά», η μεγάλη μας Δύναμη!
"Κούνια που σε κούναγε… φίλε μου!" έλεγα από μέσα μου. "Αν δε σε έπεισε η άθεη, που έχει ζωντανό τον γιο, ότι να σου πω κι εγώ, σίγουρα θα είσαι ο πρώτος, που θα μετρήσεις τις συμπτώσεις.
Έχω πολλές άγραφες ακόμα, εμπειρίες, μην το κάνεις, θα χαθείς!"

Παραπομπές, δεν χρειάζεστε πολλές, πήγε 1:57, στο «Στα πα. Και τι;» στο θέμα:
 «Αι ιπηρέτριαι», θα λύσετε τις υπόλοιπες απορίες.


 Υγ. Συμπέρασμα με τα ονόματα:
Ίσως, ο κάθε συγγενής μας, να θέλει μόνο τα δικά μας ονόματα ή όσων είναι τώρα κοντά του, ίσως να πρέπει να διαβάζει ο καθένας τους δικούς του ανθρώπους, αν και, τόσα χρόνια, πρόσθετα τόσα ξένα ονόματα από φίλους, δε ξανάγινε, ίσως πραγματικά, αυτό να ήταν πραγματικά, μια μεγάλη, σύμπτωση!
Πώς αλλιώς;
….Και τ’ άλλο όμως….
«Δεν πάνε όλοι στον Παράδεισο!…» και το "Τώρα, το κατάλαβες", ακόμα ηχεί στ' αυτιά μου...

Υγ. 2. Δεν πρόλαβα να διαβάσω τι έγραψα, πόσο κατανοητά τα έγραψα.
Μπλογκ είναι, αύριο, πρώτα ο Θεός, μπορώ να κάνω κάποιες διορθώσεις.
Η ουσία πάντως, της ημέρας, εκείνης, είναι αυτή!

Υγ. 3 Ώρα 3:50 π.μ. έκανα μια γρήγορη ανάγνωση, διόρθωσα ότι πήρε η πρώτη ματιά, συμπλήρωσα και κάτι, μη το "σκοτώσω", μη βγει βιβλίο, κι είναι και κουραστικό για σας το θέμα, συγχωράτε!
Προσωπικό μου ημερολόγιο είναι και το μπλογκ, επιτρέπω δημόσια να το δουν κι άλλοι, δεν πίεσα κανέναν, κρατείστε ότι θέλετε, απορρίψ' τε, είναι αληθινές στιγμές μου, όμως, και δεν σηκώνει άλλες διορθώσεις, εκτός απ' αυτές, που μειώνουν την Ελληνική μας γλώσσα ή προσβάλλουν την Ορθόδοξη πίστη μας!

*****
Τελικά, βρήκα "κάτι" και το προσθέτω στην ανάρτηση:

Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους.

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας. Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα». Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «»Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους. Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
– Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
– Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. ‘’Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω’’.
Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
– Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
– Άμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
– Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
– Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
– Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
– Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
– Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
– Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Δ΄ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ)

πηγή

 

1 σχόλιο:

Κατερίνα δε 'στάπα; είπε...

Για να γραφτεί αυτή η ανάρτηση, έπρεπε να ολοκληρωθεί ένας μεγάλος πρόλογος στο άλλο μπλογκ.
Συνάμα... απαιτεί Άλλη συγκέντρωση περιγραφής, οπότε, το "προσεχώς", σημαίνει, "την κατάλληλη στιγμή"!