Ταμένο blog...
στίγματα κάποιων στιγμών
και θαυμάτων

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Ο παππούς - εξελισσόμενο θαύμα

.....................................
.......Τρελάθηκα.
Που να βρω τον άντρα μου, που οδηγεί, να τρέξει να τον πάρει;
Να μην τα πολυλογώ, (στα πολύ προσωπικά, δεν σε παίρνει πολλές φορές να πολυλογείς…), βρεθήκαμε στο Νοσοκομείο του Βόλου.
Εκεί βρήκαμε τους συγγενείς απ’ έξω και τον παππού τον είχαν μέσα οι γιατροί.
Ανήσυχη και ανυπόμονη, ως συνήθως εγώ, χώθηκα μέσα, διεκδικώντας να δω τον πατέρα, όπως θα έκανα για τον δικό μου πατέρα.


Εκεί έμαθα από έναν υπάλληλο της κούριερ, ότι "έναν παππού τον έχουν στην ανάνηψη!" "Τρέξανε οι γιατροί να τον επαναφέρουνε… αλλά…" δεν ξέρει κιόλας, "δύσκολα τα πράγματα".

Τρελάθηκα! Δεν ήξερα αν είναι σίγουρα ο δικός μου ο παππούς, μα ήθελα να δω, να βεβαιωθώ πως δεν πρόκειται για τον δικό μας.
Χώθηκα παράνομα κι άνοιξα την πόρτα. Όταν είδα πως ήταν ο «δικός μου»… κατέρρευσα. Βρήκα την δύναμη όμως και πήγα και τσακώθηκα με το σόι… που δεν μας ενημέρωσαν την σοβαρότητα της εξέλιξης. Εγώ που πάντα σκύβω το κεφάλι, εγώ που πάντα αποφεύγω τους καυγάδες, κυρίως ανάμεσα σε νευρικούς άντρες, έδωσα την μάχη μου και ήρθαν και μας χώρισαν…
Πράγματα που κορόιδευα στους άλλους και σκηνές ντροπής… τα δημιουργούσα και τα έζησα. Γι’ αυτό λένε οι παλιοί: «Ποτέ μην λες ποτέ!»

Να μην τα «πολυλογώ…», βρέθηκα να παρακαλάω μία γιατρό, να μ’ αφήσει να του μιλήσω έστω για λίγο, γιατί πιστεύω ότι η ψυχή ακούει … και θέλω να τον επαναφέρω…
Είδε την κατάστασή μου η γιατρός, ποιος ξέρει τι σκέφτηκε από μέσα της, άνθρωπος ήταν, την λύγισα… και μ’ άφησε, «μόνο για λίγο…» όπως είπε.


Της το υποσχέθηκα και το τήρησα, άσχετα αν εκείνη έπρεπε να φύγει και μ’ άφησε παράνομα και άσχετα αν είπε δυο λογάκια στον κουριερά… και ήρθε μέσα κι αυτός να με προσέχει. Εμένα δεν με πείραζε.
Είχα να πω δυο λόγια στον παππού. Ας τ’ άκουγε. Αρκεί να τ’ άκουγε κι εκείνος.
Εκείνος έκανε ότι δεν με παρακολουθεί, παρακολουθούσε όμως την οθόνη που έγραφε ένα νούμερο 50 και έδειχνε κάτι σαν καρδιογράφημα.


Ο παππούς διασωληνωμένος, με βηματοδότη από χρόνια, το κορμί του ακόμα ζούσε…
Να μην τα πολυλογώ κι εδώ, είδα έναν παππού γεμάτο καλώδια, πρησμένο και παραμορφωμένο.
Λύγισα. Μου 'ρχότανε να λιποθυμήσω σ’ αυτή την εικόνα του.
Άντεξα όμως, γιατί είχα θυμώσει μαζί του. Αν μ’ αγαπούσε, δεν θα έφευγε έτσι. Η απόφασή του έδειχνε πως δεν ήθελε να γνωρίσω εγώ πατέρα… κι ούτε θα έρχονταν να μείνει σπίτι μου. Είχε αποφασίσει να πάει στο Λενιώ του.
Του τα είπα.


«Ξέρω πως δεν μ’ αγάπησες ποτέ σου μπαμπά… Προσπάθησα να είμαι πάντα η καλή νύφη, αλλά δεν πειράζει. Δεν θέλησες να ‘ρθεις κοντά μου. Καλό ταξίδι, μπαμπά! Να μου φιλήσεις την μάννα και το Λενιώ σου. Ούτε εκείνη μ’ αγάπησε ποτέ, μα πριν φύγει, μ’ ευχαρίστησε για όλα και μου είπε ότι μ’ αγαπάει. Ενώ εσύ, ούτε καν με χαιρέτησες. Φεύγεις σαν κλέφτης. Δεν πειράζει μπαμπά. Μην φοβάσαι! Καλό ταξίδι! Για να μην φύγεις έτσι… θα σου πω μια προσευχούλα».


Είπα το «Πάτερ Υμών» ολόκληρο και δυνατά και μετά, μου βγήκε και το σταύρωμα «Ιησούς Χριστός Νικά και όλα τα κακά σκορπά».
Δεν το κατάλαβα. Σα να τον ξεμάτιαζα!
Κοίταζε ο κουριεράς και ίσως κουφάθηκε ο άνθρωπος.
Βλέποντας το βλέμμα του, (σου λέει αυτή παπάς το παίζει;) κατάλαβα πως είχα ξεφύγει… και πως είχα καταχραστεί την καλοσύνη τους.


Εν τω μεταξύ εκείνη η οθόνη είχε αλλάξει νούμερο και έδειχνε 74. Τα σχέδια άρχισαν να τρέχουν χωρίς διακοπές και να ανεβαίνουν πιο ψηλά. Ο παππούς όμως, κόκαλο. Ζωντανός νεκρός. Παγωμένος, μάρμαρο. Ασάλευτος. Του έσφιξα το χέρι, όλη αυτή την ώρα, αυτό έκανα. Τον χάιδευα, τον φιλούσα, έκλαιγα και του είπα:


«Πρέπει να φύγω παππού. Δως μου το σημάδι σου ότι μ’ άκουσες κι ότι θέλεις να ζήσεις… Μ’ ακούς; Δως μου το σημάδι σου!»

Και βγήκα κλαίγοντας. Κάθισα εκεί στον διάδρομο ταραγμένη. Δεν ήθελα να βγω έξω, δεν ήθελα να δω κανέναν απ’ τους συγγενείς, ούτε ακόμα και τον άντρα μου. Ένιωθα πως αυτοί φταίγανε που μου στέρησαν τον πατέρα. Οι άλλοι για άλλους λόγους κι ο άντρας μου που δεν πάτησε πόδι να τον πάρουμε με το ζόρι απ’ τον Σεπτέμβριο.


Δεν είχα συνέλθει καλά, όταν άκουσα τους γιατρούς να λένε στον κουριερά να φωνάξει απ’ έξω έναν συγγενή του Παπαθεοδώρου.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε. Τον κοίταξα στα μάτια και μπήκα μέσα στους γιατρούς. Κάποια νοσοκόμα με οδήγησε σ’ ένα γραφείο. Εκεί μία κυρία μου έδωσε μια σακούλα με τα τελευταία ρούχα του και ότι είχε στις τσέπες του. Μου ζήτησε να βάλω υπογραφή και με ρώτησε "τι τον είχα…"


«Νύφη του…» είπα και τα πήρα.
Υπέγραψα με τρεμάμενο χέρι κι από μέσα μου πάλεψε ένας δισταγμός, για το αν έχω το δικαίωμα να τα πάρω εγώ, με τον εγωισμό και την υπερηφάνεια, ότι για να τύχει να τα παραλάβω εγώ, μου αξίζει αυτή η στιγμή…


Κρατούσα την σακούλα αγκαλιά για ώρα. Την έσφιγγα σαν να κρατούσα ένα μωρό...
Κάποια στιγμή λύγισαν τα γόνατά μου. Κάθισα κούκου για να μην σωριαστώ. Ένας γιατρός που με είδε να παρευρίσκομαι στον χώρο, με ρώτησε γιατί είμαι εκεί και μου είπε να βγω έξω.
Τον παρακάλεσα να μ’ αφήσει. Να συνέλθω πρώτα εγώ και να βρω δύναμη και μετά να βγω έξω να με δουν οι άλλοι με τα ρούχα...


Με άφησε. Σεβάστηκε την στιγμή μου. Ήταν όλη δική μου. Όσες θυσίες έκανα τόσα χρόνια που δεν αναγνωρίστηκαν απ’ αυτόν τον πατέρα, τα είχα πληρωθεί μ’ αυτή τη σακούλα και μ’ ένα φακελάκι που μέσα είχε δέκα ευρώ.
Αυτά είχε στην τσέπη του, στο παντελόνι που του φόρεσαν όταν τον βρήκαν γυμνό.

Αφού συνήλθα, βγήκα έξω. Κράταγα την σακούλα αγκαλιά για ώρα, ακόμα κι όταν έστειλα τον άντρα μου να πάει να τον δει. Εκείνος δεν άντεξε κι έφυγε γρήγορα.

....Μετά, κάτι μου είπε, «ότι η ζωή συνεχίζεται… και να μην κάνω έτσι…και κάτι άλλα περί συγγενών» τα πήρα στο κρανίο… (που λένε οι νέοι… κι όχι εγώ) και του έδωσα την σακούλα, για να τον συνεφέρω συναισθηματικά και να του σπάσω αυτόν τον πάγο που φέρνει η λογική σ’ ένα γιο, την ώρα που φεύγει ο πατέρας του…

«Τι κρατάς;» με ρώτησε.
«Τα τελευταία ρούχα του πατέρα σου! Πάρ’ τα!»

...Να μην τα πολυλογώ (έτσι θα το συνεχίσω, όταν πρέπει να ξεφεύγω…) αν και με είχαν βγάλει έξω από τα απαγορευμένα εδάφη των γιατρών, είχα δουλέψει και είχα βάλει τα τσιράκια μου (είχα αποκτήσει φίλους που με ενημερώνανε για το πώς πάει ο παππούς) και μου είπαν πως "τον πάνε για ακτινογραφία!"

Αναθάρρεψα! Μάλλον "ο παππούς έδωσε το σημάδι του…" σκέφτηκα και χάρηκα.

Νωρίτερα, κρυφανοίγοντας την πόρτα άκουσα που ρωτάγανε οι νοσοκόμοι αν θα μεταφέρουν τον Παπ. στην παθολογική, ένας γιατρός απάντησε :
«Πια παθολογική;»
Σα να έλεγε:
«Για το νεκροτομείο είναι αυτός!»
Εκεί ζάρωσα και βγήκα έξω.

Από κει και μετά, πήγα απ’ την άλλη πόρτα στο ακτινολογικό, τον βρήκα, του μίλαγα, του χάιδευα χέρια, πόδια, ότι έφτανα, μα ο παππούς κανένα εμφανές σημάδι ζωής. Διασωληνωμένος, καλώδια και οθόνες, πάνω στο φορείο του.


Μετά, μου τον πήραν πάλι, ώσπου τα τσιράκια (φιλαράκια, καλά παιδιά και κυρίως Άνθρωποι!) μου σφύριξαν ότι είπαν οι γιατροί πως:
«Αν αντέξει ο Παπαθεοδώρου αυτό το επεισόδιο, θα γίνει εκατό χρονών! Μετά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη!», είπαν.

...Σε λίγο μας φώναξαν οι γιατροί.
«Ο παππούς θα φύγει με ασθενοφόρο για την εντατική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας. Θα τον συνοδεύσει γιατρός. Εσείς να πάτε μόνοι σας», μας είπαν.
........
(Αποσπάσματα απ' το προσωπικό μου ημερολόγιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: