Μόλις κάθισα στον υπολογιστή, χτύπησε 11 φορές το ρολόι της Εκκλησίας του Αγίου Νεκταρίου.
Μόλις γύρισα.
Είμαι εκστασιασμένη απ' αυτό το πρωινό...
Κοιμήθηκα γύρω στις 6 και ξύπνησα κατά τις 8 μιση απ' τον επίμονο ήχο της καμπάνας.
Ψυχοσάββατο σήμερα. Το ήξερα. Είχα βράσει το σταράκι μου και μεσημέρι ή απόγευμα, θα πήγαινα να το διαβάσω.
Ξαγρύπνησα. Η καμπάνα επέμενε. Δυο ώρες ύπνο και δεν νύσταζα πια! "Θα πάω τώρα!" σκέφτηκα και σηκώθηκα να ετοιμαστώ.
Πήγα με ταξί. Ο ουρανός συννεφιασμένος, μελαγχολικός. Έοιμος για βροχή, ίσως...
Ένας περιστεράς γύμναζε τα περιστέρια του κι εκείνα έκαναν κύκλους στον ουρανό.
Τα κοίταζα, τα θαύμαζα.
Έφτασα.
Στην πύλη του Παλιού Νεκροταφείου Βόλου, δυο φανταράκια με "Καλημέρησαν"!
Τους ανταπέδωσα την δική μου και παραξενεύτηκα...
Πήρα κερί για να πάω στα μνήματα και να ψάξω για παππά, όπως έκανα άλλες φορές.
Κανένας στα μνήματα και η φωνή του ιερέα ακουγόταν στα μεγάφωνα απ' το εκλησάκι των Αγιών Ταξιαρχών.
"Προλαβαίνω!" σκέφτηκα και έτρεξα.
Μπήκα στο εκκλησάκι λες και με κυνηγούσαν...
... και είδα μπροστά μου πολύ κόσμο!
Άκουσα που διάβαζε ονόματα Ψυχών και πάνω σε πολλά ενωμένα τραπέζια με άσπρα τραπεζομάντηλα υπήρχαν πιάτα και πιατάκια με στάρια, κεράκια που έκαιγαν σαν μεγάλο πάρτυ γενεθλίων και ενθουσιάστηκα!
Τράβηξα μπροστά, κάνοντας μόνο τον σταυρό μου. Ούτε που θα διακινδύνευα να χάσουν οι δικοί μου άνθρωποι αυτή την θεία κατάνυξη της ατμόσφαιρας.
"Γρήγορα, να προλάβεις!" μου είπαν κάποιες ευγενέστατες κυρίες και με βοήθησαν. Άλλη άναβε τα κεριά μου, άλλη τακτοποιούσε στο μεγάλο Τραπέζι των Ψυχών το πιατελάκι μου, άλλη έδινε από χέρι σε χέρι το χαρτί με τα ονόματα αγαπημένων μου ανθρώπων, ώστε να φτάσει έγκαιρα στα χέρια του παππά.
Συγκινημένη άκουγα τα ονόματα.
Η ατμόσφαιρα πολύ κατανυκτική.
Όλα τα ονόματα τα άκουσα. Κόσμος έρχονταν και κόσμος έφευγε μόλις άκουγε τα δικά του. Εγώ θ' αργούσα. Οι δικοί μου άνθρωποι ήταν στα τελευταία χαρτιά.
"Σας παρακαλώ" διέκοψε ο ιερέας. "Όσοι ακούτε τα ονόματα, να μην φεύγετε, γιατί έτσι είναι σαν να περιφρονείτε τις άλλες Ψυχές".
Νοητά, συμφώνησα μαζί του. Αυτό δεν ήταν απλό Τρισάγιο, ήταν "Θεία Λειτουργία" που σε λίγο θα τελείωνε.
Όταν τελείωσε, έπρεπε να μπω στην ουρά, να πάρω το σταράκι μου, να πάρω αντίδωρο, να ασπαστώ το χέρι του παππά και να βγω αναγκαστικά απ' την μεσαία πόρτα.
Βγαίνοντας, ρώτησα τις κυρίες αν γίνεται κάθε χρόνο αυτό ή φέτος κάτι άλλαξε.
"Κάθε χρόνο!" μου είπαν εκείνες.
(Εγώ, όμως, με τα ωράρια και τις δουλειές μας, πού να ξυπνήσω;)
"Αλέξιος" λεγόταν ο παππάς, έμαθα.
Τον άκουσα κάποια στιγμή να λέει στον βοηθό του (τον άλλον ιερέα) να πάρει τα άμφια και να πάει εκείνος κάπου να διαβάσει, γιατί αυτός θα αργούσε.
Ήδη ερχόταν κι άλλες πιατέλες με σταράκι, κι άλλος κόσμος να φωνάξει τα δικά του ονόματα, κι είχε αρχίσει να διαβάζει τώρα Τρισάγιο, με ατέλειωτες λίστες ονομάτων.
Ναι, τώρα μπορούσα να φύγω.
Ήμουνα ήδη έξω απ' το εκκλησάκι. Θέλοντας και μη, η ουρά εκεί μ' έβγαλε.
Μα... δεν είχα χαιρετήσει! Τίποτα δεν είχα κάνει σωστό απ' την βιασύνη μου.
Ξαναγύρισα στην κύρια είσοδο, σαν να έμπαινα απ' την αρχή.
Χαιρέτησα... ο κόσμος ήταν μαζεμένος πάλι μπροστά, ο παππάς διάβαζε πάλι, μπορούσα να φύγω.
Μα...
Που είσαι πάλι;
Δεν Τον έβρισκα. Πάντα Τον ψάχνω. Κοντοστάθηκα δίπλα απ' την Παναγία με τον Χριστό, ήμουνα κάτω από ένα θόλο, κοίταζα γύρω γύρω... τίποτα!
"Πάλι λείπεις!' σκέφτηκα και σήκωσα το κεφάλι μου πάνω.
Αριστερά και πάνω απ' το κεφάλι μου, είδα μια μεγάλη Αγιογραφία του Αγίου Εφραίμ!
Συγκλονίστηκα!!!
Κάθισα για λίγο στην καρέκλα.
"Διάβασα" τα χέρια Του και τις εκφράσεις Του...
Με το δεξί ευλογούσε, στ' αριστερό κρατούσε ένα φως, μια λάμψη που δεν έχω ξαναδεί σε καμιά άλλη Αγιογραφία!
"ΔΕΗΣΙΣ", έγραφε.
...μετά έφυγα.
(Η συνέχεια σε άλλη ανάρτηση, άλλη στιγμή.
Τώρα ήθελα να κρατήσω αυτές τις στιγμές.)
(συνέχεια εδώ - Δευτέρα 8/2/10 11:30 )
Περπατούσα προς την έξοδο του Νεκροταφείου μελαγχολική απ' την ημέρα, αλλά και απ' την ερημική εικόνα που έβλεπα γύρω μου. Πρώτα ήταν γεμάτο κόσμο το μνήματα, αναμμένα όλα τα καντηλάκια, γεμάτα λουλούδια. Τώρα υπήρχαν λίγα, κι αυτά ψεύτικα, τουλάχιστον όσο έβλεπε η ματιά μου, προχωρώντας προς την έξοδο.
Τότε... λίγο πριν να φτάσω στην Πύλη, βλέπω αριστερά μου κυκλάμινα!
Πήγα!
Εκεί "κοιμόταν" ένα παλληκάρι, ο Γιάννης που "έπεσε εν ώρα καθήκοντος, με τα φτερά των Ικάρων"!
Τσάκισα!
...Ταυτόχρονα έφτασαν στ' αυτιά μου μελωδίες φιλαρμονικής με τον Εθνικό Ύμνο!
Έπαθα!
Έμεινα ΠΡΟΣΟΧΗ!
Όταν το Εμβατήριο τελείωσε στ' αυτιά μου, αφού φωτογράφησα... και κυρίως με την σκέψη ότι "δεν πάω καλά", πήγα να φύγω.
Κοντά μου η Πύλη της Εξόδου!
Κοντά μου όμως και το γελαστό φανταράκι!
Το χαιρέτησα.
Δεν άντεξα και το ρώτησα!
Μου είπε ότι πράγματι το Εμβατήριο ακουγόταν από πίσω, απ' το βάθος του Νεκροταφείου, που ο παππάς μόλις είχε διαβάσει Τρισάγιο.
Ώστε, εκεί είχε πάει ο άλλος παππάς με τα άμφια!
Ηρέμησα.
Όλα έμπαιναν σε μια λογική σειρά, ενώ εγώ έβγαινα απ' την Πύλη.
Περίμενα ταξί, αργούσε. Έκανε πολύ κρύο. Ο ουρανός έτοιμος... για μπόρες και μπόρες!
Αλίμονο, τόσες ψυχές ξυπνήσαμε και με τι τρόπο!
Μια γιαγιούλα ήρθε δίπλα μου. Κρύωνε και της είπα να κάτσει πιο κει, κι εγώ θα της έδινα την σειρά μου.
...Μετά, σκέφτηκα πως πιο γρήγορα θα πήγαινα με το λεωφορείο.
Προχώρησα στην στάση.
Στα κυπαρίσσια και γύρω γύρω, κοπάδι τα πουλιά! Πρώτα καρακάξες, μετά ομάδα γλάρων!
Έβγαλα την μηχανή.
Νά ' σου και το λεωφορείο!
Άφησα την μηχανή κι ανέβηκα.
Μετά, ...
τώρα σε άλλο μπλογκ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου