Αθανασίου Μπλατζούκα – φοιτητή Θεολογίας ΑΠΘ
~Την εβδομάδα της διακαινισίμου του 2013 έτυχε να συμμετάσχω σε μια εκδρομή στην Τουρκία. Ο οδηγός του λεωφορείου, Πόντιος στην καταγωγή, ήταν εύθυμος και με τα πολλά πιάσαμε κουβέντα.
Λόγω της καταγωγής του γνώριζε, όπως ο ίδιος είπε, άπταιστα Τουρκικά από τους παππούδες του. Ο συγκεκριμένος οδηγός έκανε συχνά εκδρομές στην Τουρκία και είχε πολλές εμπειρίες. Καθώς ήρθε η κουβέντα στους κρυπτοχριστιανούς και στον ξεριζωμό του 1922, διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία.
«Το 1982 ήμουν νεαρός οδηγός και μόλις είχα μπει στη δουλειά. Μου είχαν αναθέσει μια εκδρομή στα Τουρκικά παράλια, με προορισμό τη Σμύρνη. Ανάμεσα στους επιβάτες του λεωφορείου ήταν και μια γιαγιά 82 ετών, η οποία ήταν ξεκομμένη από τους υπόλοιπους επιβάτες. Αν και είχε προχωρημένη ηλικία, ήταν «κοτσονάτη», σοβαρή μεν αλλά δραστήρια.
Φτάσαμε λοιπόν το βράδυ στη Σμύρνη και αποβιβασθήκαμε. Ξαφνικά με πλησίασε και μου ζήτησε να την πάω σε μια συνοικία κοντά στο Κορδελιό, γιατί εκεί βρισκόταν το σπίτι της που είχε εγκαταλείψει το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή. Ντράπηκα να της πω όχι, γιατί ήμουν και μικρότερος της στην ηλικία αλλά και επειδή τη σεβόμουν.
Κάλεσα ένα ταξί να μας πάει. Πήρα όμως μαζί μου ένα καλό παιδί, τον ξεναγό μας, Πομάκο στην καταγωγή, γιατί γνώριζε καλύτερα τα μέρη αλλά και την γλώσσα. Όταν φθάσαμε στο Κορδελιό, η κυρά- Δέσποινα, έτσι ήταν το όνομα της, άρχισε να αναγνωρίζει την περιοχή και να μας καθοδηγεί: «εδώ ήταν ο φούρνος, εδώ ήταν το μπακάλικο του κυρ- Γιώργου», και ξαφνικά μας είπε να σταματήσουμε: «εδώ ήταν το σπίτι μου…».
Το σπίτι της κυρά- Δέσποινας φαινόταν εγκαταλελειμμένο, το διπλανό όμως σπίτι φαινόταν κατοικήσιμο. Κατέβηκα λοιπόν πρώτος εγώ από το αυτοκίνητο και αποφάσισα να χτυπήσω την πόρτα του κατοικημένου σπιτιού.
Όταν άνοιξε η πόρτα, βγήκε μια κυρία ηλικιωμένη, στα χρόνια της κυρά- Δέσποινας. Η κυρά- Δέσποινα μόλις την είδε, κατέβασε το παράθυρο και την αποκάλεσε με το όνομα της: «Αϊσέ». Η Τουρκάλα έμεινε σύξηλη: «Δέσποινα, εσύ είσαι;» της είπε.
Προτού την καταστροφή της Σμύρνης οι δυο γυναίκες ήταν γειτόνισσες. Μόλις η Τουρκάλα συνήλθε, άρχισε να γίνεται επιθετική και να μας διώχνει, αν και οι Τούρκοι στη φιλοξενία είναι τυπικοί, αυτή με πολύ δυσκολία μας έβαλε στο σπίτι της και μας προσέφερε ένα τσάϊ. Όταν κάθισε μαζί μας η κυρά- Δέσποινα της είπε: «Αϊσε», όταν έφυγα από εδώ, στην καταστροφή άφησα ένα μωρό οχτώ μηνών πίσω. Ξέρεις τι απέγινε;». Τότε ήταν που η Αϊσέ έγινε έξαλλη και ήθελε να μας διώξει λέγοντας: «Δεν ξέρω για τι λες. Να γυρίσετε στη Θεσσαλονίκη και να μην ξανάρθετε. Να φύγετε, όπου να’ναι θα έρθει ο γιός μου».
Και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας άνδρας, ο οποίος είχε στρατιωτική ενδυμασία και από την περιβολή του φαινόταν ότι ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός. Ο Πομάκος ξεναγός που είχα μαζί μου, μου εξήγησε μυστικά ότι ο άνδρας που είχε μπει μέσα στο σπίτι, ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός του Τουρκικού στρατού.
Μόλις η κυρά- Δέσποινα είδε τον υποτιθέμενο γιο της Αϊσέ, άρχισε να τρέμει και χλώμιασε. Εκείνος μας ρώτησε ποιοί είμαστε και τι θέλουμε. Εγώ όπως σας είπα γνώριζα Τουρκικά, πήρα τον λόγο και του εξήγησα ότι είμαστε από την Ελλάδα και ότι φέραμε την κυρά- Δέσποινα να δει το σπίτι που είχε εγκαταλείψει στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκείνος αφού μας κοίταξε όλους, μας είπε να περιμένουμε λίγο και χάθηκε σε κάποιο δωμάτιο. Λίγο αργότερα βγήκε κρατώντας έναν φάκελο. Μου τον έδωσε και μου είπε να τον δώσω στην κυρά- Δέσποινα, στον γυρισμό, όταν φτάνουμε στα σύνορα. Μας χαιρέτησε όλους, μα η ματιά του έμεινε στην κυρά- Δέσποινα…

Φύγαμε και ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο. Η κυρά- Δέσποινα ήταν αμίλητη και είχε χάσει τη ζωντάνια της, όπως φάνηκε στο υπόλοιπο της εκδρομής. Η έκπληξή μας ήταν στον γυρισμό, όταν ανοίξαμε τον φάκελο και της τον δώσαμε. Μέσα στον φάκελο υπήρχε ένας χρυσός σταυρός και ένα γράμμα που έγραφε στα Τουρκικά: «αυτός είναι ο σταυρός της βαφτίσεως. Ξέρω ότι είμαι Έλληνας και είμαι γιος σου. Τώρα είμαι Μουσουλμάνος και στρατηγός. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μην ξαναέρθεις…»
Φθάσαμε τελικά στη Θεσσαλονίκη, και δεν ξαναείδα την κυρά- Δέσποινα. Αργότερα, έμαθα ότι πέθανε μερικούς μήνες μετά το ταξίδι στη Σμύρνη…»
Ο οδηγός τελείωσε την ιστορία συγκινημένος και μας είπε ότι ο «χαμένος» γιος της κυρά- Δέσποινας ήταν ο τρίτος στην τάξη στρατηγός στην Τουρκία ονόματι Αρκάν. Οι Τούρκοι γνώριζαν την καταγωγή του, αλλά τον κρατούσαν λόγω των ικανοτήτων του.
Αυτή είναι μια από τις πάμπολλες ιστορίες που συνέβησαν στα χρόνια του ξεριζωμού των Ρωμηών από τη Μικρά Ασία.
…Τα αδέλφια μας προσμονούν την ώρα της Ανάστασης του Γένους μας, και εμείς από την πλευρά μας καλούμαστε να πράξουμε όσα έλεγε ο Άγιος Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης: «Ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοίς κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν», αλλά και κάθε χώμα ρωμαίϊκο…
*από το περιοδικό «ΡΩΜΝΙΟΣ» Τεύχος 15 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2014)
 simeiakairwn.wordpress.com