Αναζήτηση για: μυσταγωγία
- μυσταγωγία η [mistaγojía] Ο25 : 1. θρησκευτική τελετή με έντονα μυστηριακό χαρακτήρα: Θεία ~, κατά τη διάρκεια της οποίας μετατρέπονται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και αίμα του Xριστού. 2. (μτφ.) για ακρόαμα, θέαμα κτλ. που προκαλεί έκσταση ή πνευματική ανάταση: H παράσταση ήταν αληθινή ~. 
[λόγ. < αρχ. μυσταγωγία `μύηση στα μυστήρια΄] 
****
 
- μυσταγωγία < μυσταγωγώ
 
μυσταγωγία θηλυκό
- η μύηση σε μια μυστηριακή λατρεία
 
- μυστηριακή τελετή
 
- η έκσταση
 που δοκιμάζει ο θεατής ή ακροατής ενός εξαιρετικού μουσικού, θεατρικού 
κ.λπ. έργου καθώς και το ίδιο το έργο που έχει τη δύναμη να μας 
προσφέρει μια μοναδική εμπειρία
 
 Συγγενικές λέξεις
πηγή 
****
πηγή 
 
 
 
 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου