Ταμένο blog...
στίγματα κάποιων στιγμών
και θαυμάτων

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Αποσπάσματα απ' το "Συγγνώμη, άντρα μου που αγάπησα τον πατέρα σου"


.................

Να μην τα πολυλογώ, (στα πολύ προσωπικά, δεν σε παίρνει πολλές φορές να πολυλογείς…), βρεθήκαμε στο Νοσοκομείο του Βόλου. Εκεί βρήκαμε τους συγγενείς απ’ έξω και τον παππού τον είχαν μέσα οι γιατροί. Ανήσυχη και ανυπόμονη, ως συνήθως εγώ, χώθηκα μέσα, διεκδικώντας να δω τον πατέρα, όπως θα έκανα για τον δικό μου πατέρα. Εκεί έμαθα από έναν υπάλληλο της κούριερ, ότι: «Έναν παππού τον έχουν στην ανάνηψη! Τρέξανε οι γιατροί να τον επαναφέρουνε, αλλά, δεν ξέρω κιόλας, δύσκολα τα πράγματα…»

Τρελάθηκα! Δεν ήξερα αν είναι σίγουρα ο δικός μου ο παππούς, μα ήθελα να τον δω, να βεβαιωθώ πως δεν πρόκειται για τον δικό μας. Χώθηκα παράνομα στον διάδρομο και άνοιξα την πόρτα του θαλάμου. Όταν είδα πως ήταν ο «δικός μου», μου κόπηκαν τα πόδια.

… Να μην τα «πολυλογώ»… βρέθηκα να παρακαλάω μία γιατρό, να μ’ αφήσει να του μιλήσω έστω για λίγο, γιατί πιστεύω ότι η ψυχή ακούει, και θέλω να του πω κάποια πράγματα που δεν πρόλαβα και ίσως να τον συγκινήσω και τον επαναφέρω. Είδε την κατάστασή μου η γιατρός, ποιος ξέρει τι σκέφτηκε από μέσα της η γυναίκα, άνθρωπος ήταν, την λύγισα και μ’ άφησε: «Μόνο για λίγο…», όπως είπε. Της το υποσχέθηκα και το τήρησα. Εκείνη έπρεπε να φύγει και μ’ άφησε παράνομα μεν, αλλά απ’ ότι κατάλαβα είπε και δυο λογάκια κρυφά στον κουριερά: «Να με προσέχει». Το κατάλαβα, γιατί μόλις έφυγε εκείνη, ήρθε αυτός μέσα. Εμένα δεν με πείραζε. Είχα να πω δυο λόγια στον παππού, ας τ’ άκουγε. Αρκεί να τ’ άκουγε κι εκείνος. Ο κουριεράς έκανε ότι δεν με παρακολουθεί, παρακολουθούσε όμως την οθόνη που έγραφε ένα νούμερο πενήντα και έδειχνε κάτι σαν καρδιογράφημα. Ο παππούς διασωληνωμένος, με βηματοδότη από χρόνια, το κορμί του ακόμα ζούσε…

Να μην τα πολυλογώ κι εδώ, είδα έναν παππού γεμάτο καλώδια, πρησμένο και παραμορφωμένο. Λύγισα. Μου ‘ρχότανε να λιποθυμήσω σ’ αυτή την εικόνα του. Άντεξα όμως, γιατί είχα θυμώσει μαζί του. Αν μ’ αγαπούσε, δεν θα έφευγε έτσι. Η απόφασή του έδειχνε πως δεν ήθελε να γνωρίσω εγώ πατέρα κι ούτε θα έρχονταν να μείνει σπίτι μου. Είχε αποφασίσει να πάει στο Λενιώ του.

Του τα είπα: «Ξέρω πως δεν μ’ αγάπησες ποτέ σου μπαμπά… Προσπάθησα να είμαι πάντα η καλή νύφη, αλλά δεν πειράζει. Δεν θέλησες να ‘ρθεις κοντά μου. Καλό ταξίδι, μπαμπά! Να μου φιλήσεις την μάννα και το Λενιώ σου. Ούτε εκείνη μ’ αγάπησε, μα πριν φύγει, μ’ ευχαρίστησε για όλα και μου είπε ότι μ’ αγαπάει. Ενώ εσύ, ούτε καν με χαιρέτησες. Φεύγεις σαν κλέφτης. Δεν πειράζει μπαμπά. Μην φοβάσαι! Καλό ταξίδι. Για να μην φύγεις έτσι, θα σου πω μια προσευχούλα», του είπα συγκινημένη, σαν να με άκουγε.

Είπα το «Πάτερ Υμών» ολόκληρο και δυνατά και μετά, μου βγήκε και το σταύρωμα «Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά». Δεν το κατάλαβα. Σα να τον ξεμάτιαζα! Κοίταζε ο κουριεράς και ίσως κουφάθηκε ο άνθρωπος. Βλέποντας το βλέμμα του, σου λέει: «Αυτή παπάς το παίζει;» κατάλαβα πως είχα ξεφύγει… και πως είχα καταχραστεί την καλοσύνη τους.

Εν τω μεταξύ εκείνη η οθόνη είχε αλλάξει νούμερο και έδειχνε εβδομήντα τέσσερα. Τα σχέδια άρχισαν να τρέχουν χωρίς διακοπές και να ανεβαίνουν πιο ψηλά. Ο παππούς όμως, κόκαλο. Ζωντανός νεκρός. Παγωμένος, μάρμαρο. Πρησμένος και μελανιασμένος απ’ το ηλεκτροσόκ. Ασάλευτος. Του έσφιξα το χέρι. Όλη αυτή την ώρα αυτό έκανα. Τον χάιδευα και έκλαιγα και στο τέλος του είπα: «Πρέπει να φύγω παππού. Δως μου το σημάδι σου ότι μ’ άκουσες κι ότι θέλεις να ζήσεις… Μ’ ακούς; Η Αύρα είμαι! Δως μου το σημάδι σου!» και βγήκα κλαίγοντας.

Κάθισα εκεί στον διάδρομο ταραγμένη. Δεν ήθελα να βγω έξω, δεν ήθελα να δω κανέναν απ’ τους συγγενείς, ούτε ακόμα και τον άντρα μου. Ένιωθα πως αυτοί φταίγανε που μου στέρησαν τον πατέρα. Οι άλλοι για άλλους λόγους κι ο άντρας μου που δεν πάτησε πόδι, να τον πάρουμε με το ζόρι απ’ τον Σεπτέμβριο.

Δεν είχα συνέλθει καλά καλά, όταν άκουσα τους γιατρούς, να λένε στον κουριερά: «Να φωνάξεις απ’ έξω, έναν συγγενή του Παπ.»

Δεν χρειάστηκε να μου το πει. Τον κοίταξα στα μάτια και μπήκα μέσα στους γιατρούς. Κάποια νοσοκόμα με οδήγησε σ’ ένα γραφείο. Εκεί μία κυρία μου έδωσε μια σακούλα με τα τελευταία ρούχα του και ότι είχε στις τσέπες του. Μου ζήτησε να βάλω υπογραφή και με ρώτησε; «Τι τον είχα…»

«Νύφη του…» είπα και τα πήρα. Υπέγραψα με τρεμάμενο χέρι κι από μέσα μου πάλεψε ένας δισταγμός, για το αν έχω το δικαίωμα να τα πάρω εγώ, μαζί με τον εγωισμό και την υπερηφάνεια, ότι για να τύχει να τα παραλάβω εγώ, μου αξίζει αυτή η στιγμή.

Κρατούσα την σακούλα αγκαλιά, την έσφιγγα σαν να κρατούσα ένα μωρό και λύγισαν τα γόνατά μου. Κάθισα κάτω «κούκου», για να μην σωριαστώ. Ένας γιατρός που με είδε να παρευρίσκομαι στον χώρο, με ρώτησε γιατί είμαι εκεί και με μάλωσε να βγω έξω. Τον παρακάλεσα να μ’ αφήσει. «Να συνέλθω πρώτα εγώ, να βρω δύναμη και μετά να βγω έξω, να με δουν οι άλλοι με τα ρούχα», του είπα.

Με άφησε. Σεβάστηκε την στιγμή μου. Ήταν όλη δική μου. Όσες θυσίες έκανα τόσα χρόνια που δεν αναγνωρίστηκαν απ’ αυτόν τον πατέρα, τις είχα πληρωθεί μ’ αυτή τη σακούλα και μ’ ένα φακελάκι που μέσα είχε δέκα ευρώ. Αυτά είχε στην τσέπη του, στο παντελόνι που του φόρεσαν όταν τον βρήκαν γυμνό στο μπάνιο, αυτά μου έδωσαν.

Αφού συνήλθα, βγήκα έξω. Κρατούσα την σακούλα με τα ρούχα αγκαλιά για ώρα, ακόμα κι όταν έστειλα τον άντρα μου να πάει να τον δει. Κανένας δεν την πρόσεξε και κανένας δεν με ρώτησε τι κρατάω. Ούτε καν ο γιος του. Εκείνος δεν άντεχε να πάει να τον δει, μα εγώ επέμενα: «Πρέπει! Μπορεί να σε περιμένει! Μίλα του. Είμαι σίγουρη πως καταλαβαίνει!»

Πήγε σφιγμένος, δεν άντεξε και βγήκε αμέσως. Μετά, κάτι μου είπε σχετικά με το ότι: «Η ζωή συνεχίζεται… και να μην κάνω έτσι…» και κάτι άλλα περί συγγενών, τα πήρα στο κρανίο… (που λένε οι νέοι, κι όχι εγώ) και του έδωσα την σακούλα, για να τον ξυπνήσω συναισθηματικά και να του σπάσω αυτόν τον πάγο που φέρνει η ψυχρή λογική σ’ έναν γιο, που το παίζει άντρας, την ώρα που φεύγει ο πατέρας του.

«Τι κρατάς;» με ρώτησε.

«Τα τελευταία ρούχα του πατέρα σου! Πάρ’ τα!» είπα και του τα έχωσα στην αγκαλιά του.

Να μην τα πολυλογώ (έτσι θα το συνεχίσω, όταν πρέπει να ξεφεύγω…), αν και με είχαν βγάλει έξω από τα απαγορευμένα εδάφη των γιατρών, είχα δουλέψει και είχα βάλει τα τσιράκια μου να με ενημερώνουν. Είχα αποκτήσει ήδη φίλους που με ενημέρωναν για το πώς πάει ο παππούς και μου είπαν πως:

«Τώρα θα τον πάνε για ακτινογραφία».

Αναθάρρεψα! Μάλλον «ο παππούς μ’ άκουσε και έδωσε το σημάδι του…» σκέφτηκα και χάρηκα και το είπα και στους άλλους.

Νωρίτερα, κρυφ’ ανοίγοντας την πόρτα, είδα και άκουσα που ρώταγαν οι νοσοκόμοι τους γιατρούς:

«Να μεταφέρουμε τον Παπ. στην Παθολογική;»

Ένας γιατρός τους απάντησε: «Ποια Παθολογική;»

Σα να έλεγε: «Για το νεκροτομείο είναι αυτός!»

Εκεί ζάρωσα και βγήκα έξω. Από κει και μετά και αφού έμαθα πως θα τον πήγαιναν για ακτινογραφία, πήγα απ’ την άλλη πόρτα στο ακτινολογικό, τον βρήκα, του μίλαγα, του χάιδευα χέρια, πόδια, ότι έφτανα, μα ο παππούς κανένα εμφανές σημάδι ζωής. Διασωληνωμένος, καλώδια και οθόνες, πάνω στο φορείο του. Μετά, μου τον πήραν πάλι, ώσπου τα τσιράκια (φιλαράκια, καλά παιδιά και κυρίως Άνθρωποι!) μου μαρτύρησαν πως είπαν οι γιατροί:

«Αν αντέξει ο Παπ. αυτό το επεισόδιο, θα γίνει εκατό χρονών! Μετά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη».

Την ίδια νύχτα μας έστειλαν στην Εντατική της Λάρισας. Ο παππούς με άκουσε και άρχισε να δείχνει τα σημάδια του. Ήθελε να ζήσει πια, για μας! Εγώ ήμουνα πολύ χαρούμενη και αισιόδοξη.

Εμείς φθάσαμε πριν το ασθενοφόρο και περιμέναμε. Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου, εμείς γυρίσαμε Βόλο. Ο παππούς έπρεπε να μείνει μόνος του εκεί. Εγώ ήθελα να μείνω, αλλά δεν μ’ άφηναν. Όχι τόσο οι αυστηροί κανόνες του Νοσοκομείου, όσο τα ταμπού των συγγενών.

Το επόμενο επισκεπτήριο ήταν στις 3:30 το μεσημέρι. Φυσικά και θα ξαναπήγαινα!

Πήγαμε μαζί με τον Δημήτρη και την Σοφία. Φόρεσα τη ρόμπα και την μάσκα και πήγα πρώτη να τον δω, γεμάτη λαχτάρα. Τον είδα κόκαλο και κοκάλωσα κι εγώ. Ήταν χειρότερα απ’ ότι στο Νοσοκομείο του Βόλο. Η οθόνη έδειχνε 14 παλμούς! Δεν το άντεξα. Θύμωσα, κι όταν θυμώνω εγώ, μαλώνω. Έτσι μάλωσα κι εκείνον, κι ας λένε ότι δεν καταλάβαινε… Τον απείλησα ότι εγώ δεν θα ξαναπάω να τον δω. Ότι δεν θέλω να τον βλέπω έτσι, σε καταστολή και διασωληνωμένο. Κι έφυγα γρήγορα, αφού πρώτα τον χάιδεψα και τον φίλησα.

Μετά πήγε ο Δημήτρης, ο οποίος βγήκε ακόμα πιο γρήγορα από μένα, φοβερά συγκινημένος: «Πάει! Μέχρι εδώ ήταν ο πατέρας μου…»

Μιλήσαμε με τους γιατρούς. Μας είπαν πως θα κάνανε συμβούλιο την επόμενη μέρα και θα αποφάσιζαν αν θα τον βάλλουν σε τεχνητό μηχάνημα ή όχι. Για ότι αποφάσιζαν πάντως, θα μας ενημέρωναν στο επόμενο ραντεβού, την άλλη μέρα, την Τετάρτη.



29/10 14:32 Τετάρτη Ήρθα στο πάρκο με τις πάπιες. Στη λίμνη. Δεν μπορούσα να πάω σπίτι.

Πρώτα απ’ όλα, σ’ ευχαριστώ, Θεέ! Σ’ ευχαριστώ Άγιε Εφραίμ που μεσολαβείς, μ’ ακούς και με βοηθάς. Ξέρω ότι έγινες ο προστάτης μου και είσαι κοντά μου. Πήρα το μήνυμα απ’ το όνειρο το πρωί, μεταφράστηκε στην Βούλα, θα έρθω για «Αίτηση» στις 6,30. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί. Θα έρθω.

Ξύπνησα απ’ αυτό το έντονο όνειρο: Είχα μπροστά μου τον υπολογιστή και μια αντρική φωνή μου υπαγόρευε δυνατά να δακτυλογραφήσω την λέξη: «ΑΙΤΗΣΗ». Ξύπνησα και είχα την αίσθηση πως αυτή η λέξη δεν είχε καμιά σχέση με τα λογιστικά, αλλά με τα θρησκευτικά. Ρώτησα την Βούλα κι εκείνη μου είπε ότι: «Τετάρτη απόγευμα είναι ανοιχτό το εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ, λειτουργεί και μου ζητάει να πάω να κάνω παράκληση για τον πεθερό μου!»

Χάρηκα αυτή τη μετάφραση της Βούλας, ίσως γιατί τον χρειαζόμουνα και η ίδια.

Φυσικά και θα πήγαινα! Έτσι κι αλλιώς στον παππού είπα πως δεν θα ξαναπάω, αν δεν γίνει καλά. Εγώ πήγα για δουλειά και ο Δημήτρης πήγε να τον δει μόνος του.

«Ο παππούς είναι καλύτερα. Τον ξυπνήσανε οι γιατροί και καταλαβαίνει». Κάτι είπε ο Δημήτρης ότι δεν κουνάει, αλλά, δεν με νοιάζει. Αρκεί να καταλαβαίνει. Θέλω να του δώσω όση στοργή δεν έχει πάρει στη ζωή του κι αυτή θα την πάρει με την ψυχή του. Δεν χρειάζεται χέρι ή πόδι. Ότι του έλλειψε θέλω να του το δώσω.

«Εγώ δεν είχα πατέρα. Εγώ δεν είχα πατέρα…» μου είχε σφηνωθεί στο μυαλό από χθες που του το είπα και σήμερα αντιλαλούσε στο κεφάλι μου συνέχεια αυτή η πρόταση. Στιγμές, στιγμές, μ’ έπιανε το παράπονο κι έκλαιγα. Στον δρόμο, στο περίπτερο, όπου.

Σήμερα μου σφηνώθηκαν στο μυαλό και κάποια άλλα λόγια και ακούω στο κεφάλι μου μια δεύτερη φωνή να τα επαναλαμβάνει συνέχεια. Λες και μια κασέτα είχε κολλήσει και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια, όλη μέρα και παντού. Στο σπίτι, στον δρόμο, στη δουλειά: «Μισώ όλους όσους μου στέρησαν αυτόν τον πατέρα. Δεν θα σας συγχωρήσω ποτέ. Σας μισώ που με κρατάτε μακριά του. Σας μισώ! Σας μισώ!»

Πέρασε τώρα. Δεν τους μισώ. Θέλω να γίνει καλά. Τίποτ’ άλλο. Τα σημάδια, μελετώντας τα πουλιά, το είδος και το πέταγμά τους, λένε ότι: «θα ζήσει!» Αργεί ακόμα η στεναχώρια.

16:59 Μετά απ’ αυτό το τηλέφωνο της Χαράς ... όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε ΣΕΝΑ, Άγιε Εφραίμ!

Δεν γράφω τώρα. Άκυρον. Θα φωτογραφήσω εκείνη τη χήνα που προσπαθεί να βρει σταγόνες νερού στον σωλήνα της κλειστής βρύσης.

Νερό; Που θα βρω νερό να τους δώσω να πιούνε;



Στο σπίτι μου βρήκα νερό. Γέμισα έναν παλιό κουβά που είχα στον κήπο, τον κρέμασα στο τιμόνι απ’ το μηχανάκι μου και τον πήγα στις πάπιες και στις χήνες της λίμνης. Φυσικά ο κουβάς έφτασε μισός από νερό και το παντελόνι μου μούσκεμα, πάντως έφτασε! Έτσι βρεγμένη πήγα στο εκκλησάκι που ήταν γεμάτο κόσμο. Εκεί ένιωσα μεγάλη ψυχική γαλήνη μέσα μου και οι ελπίδες μου για τον παππού ζωντάνεψαν. Ήδη: «Ο παππούς κούνησε χέρι και πόδι σήμερα και άρχισε να καταλαβαίνει!» μου είπε ο άντρας μου απ’ το τηλέφωνο.

Την άλλη μέρα, την Πέμπτη, πήγα κι εγώ στον παππού. Όχι, που δεν θα πήγαινα, τώρα που άρχισε να δουλεύει το σχέδιό μου! Ήρθε μαζί μας και η Σοφία, ξανά. Του έβαλα λαδάκι του Αγίου Εφραίμ στο μέτωπό του, στα χέρια του, στα πόδια του, που είχα πάρει απ’ το μοναστήρι, όταν είχα πάει παλιότερα. Μετά του έδωσα και το μπουκαλάκι κι εκείνος το έσφιγγε στο χέρι του και δεν μου το έδινε! Του το πήρα όμως, γιατί φοβήθηκα μην χυθεί, και ήθελα να δώσω και στους άλλους ασθενείς της Eντατικής, αν ήθελαν! Όλοι δέχτηκαν οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους. Μάλιστα έδωσα και σε έναν άλλο θάλαμο της Εντατικής που χαροπάλευε μια κοπέλα που μόλις είχε γεννήσει! Εύχομαι όλοι τους να έγιναν καλά, χάρη στην βοήθεια της Παναγίας και Αυτού του θαυματουργού Αγίου!

Μας γνώρισε, μας χαμογελούσε και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Αγκαλιές, φιλιά, τα κλασσικά δικά μου!

Γυρίσαμε Βόλο πιο χαρούμενοι και αισιόδοξοι. Θέμα για μηχάνημα δεν τίθενταν πια. «Ο παππούς είχε ραγδαία θετική εξέλιξη!»

Το ίδιο βράδυ μας τηλεφώνησε η κουνιάδα μου ότι ειδοποίησαν απ’ το Νοσοκομείο, ότι: «Τον παππού τον έβγαλαν απ’ την Εντατική, γιατί χρειάζονται το κρεβάτι, είναι άλλωστε καλύτερα κι έπρεπε» λέει, είπαν: «Να πάω αμέσως! Τον πήγαν στην Παθολογική Α, (Γ)»

Εμ, δεν θα πήγαινα; Πετώντας! Εγώ δεν θα έφευγα ποτέ από κει, αν μ’ άφηναν…

«Τον έβγαλαν και είναι μόνος του;»

Άυπνος ο Δημήτρης, πτώμα απ’ την κούραση, κοιμόταν όρθιος, παρακάλεσε τον ξάδελφό του τον Δημήτρη να με πάει. Ήρθε κι εκείνος μαζί μας, με άφησαν εκεί και έφυγαν. Σε λίγες ώρες θα πήγαινε για δουλειά.

Εκείνη τη νύχτα που ήμουνα κοντά του, ο παππούς κούνησε και το άλλο χέρι και πόδι. Και μίλησε! Εγώ είχα κατουρηθεί απ’ την χαρά μου και φωτογράφιζα απ’ το παράθυρο του θαλάμου Ανατολές!


...............................

Απόψε ο γιος σου είχε νεύρα. Έτσι του βγαίνει αυτουνού η στενοχώρια. Κάτι τέτοιο πρέπει να γίνεται και με την κόρη σου. Αδέλφια είναι. Μοιάζουν. Σκορπιοί και οι δύο. Τσιμπάνε.

Μετά την προσευχή σε σταύρωσα και με λαδάκι του Αγίου Εφραίμ. Έτυχε να το έχω μαζί μου πάλι, γιατί η Γιάννα μου ζήτησε να της φέρω, όταν της είπα για το μεγάλο θαύμα του Αγίου, να σε βγάλει απ’ την Εντατική του Νοσοκομείου της Λάρισας που ήσουνα διασωληνωμένος. Θυμάσαι; Κι εκεί που κλαίγαμε πάλι, γιατί εσύ δεν έδινες σημάδια ζωής, σε σταύρωσα και άφησα το μπουκαλάκι μέσα στην χούφτα σου κι εσύ τότε το έσφιξες δυνατά και δεν μου το έδινες, παρά μόνο όταν σου είπα ότι θέλω να δώσω και στους άλλους ασθενείς! Και την ίδια νύχτα βγήκες απ’ την Εντατική! Έχουν γίνει τόσα θαύματα με σένα παππού, που χρειάζεσαι άλλο ειδικό τετράδιο, όπως και ο Άγιος Αυτός, που έχει γίνει ο προστάτης μου και προστάτης μας.


..........................

23:43 μ.μ. Δεκαεπτά λεπτά ακόμα πατέρα και έρχεται η 12 Γενάρη. Ξημερώνει η Δευτέρα. Ποιος ξέρει τι είδους παράσταση προγραμμάτισαν για αύριο τα πουλιά; Πάντως σήμερα ήταν διαφορετική. Τα σπουργίτια βγήκαν όλα μαζί και πέρασαν από πάνω μας. Μαύρισε ο ουρανός. Άλλες μέρες έβγαιναν ανά ομάδες και η κάθε ομάδα ακολουθούσε άλλο δρόμο. Όλες την ίδια πορεία, όμως. Πάνω μας.

Οι καρακάξες πέταξαν πολλές φορές, αλλά όλο απ’ την αριστερή πλευρά, σα να κρύβονταν. Κάποια κοράκια έκαναν πολλές πτήσεις μπροστά μας. Μια δεκαοχτούρα έδωσε παράσταση στα κάγκελα του μπαλκονιού μας. Αρκετοί γλάροι πέρασαν πιο ψηλά όμως, αλλά από πάνω μας. Γενικά σήμερα τα πουλιά χόρευαν στην θέα του μπαλκονιού μας, ενώ άλλες μέρες παρέμεναν από την άλλη πλευρά. Για σένα χόρευαν πατέρα. Τα έβλεπα και σου τα έλεγα. Κι εσύ έλεγες ότι μ’ ακούς.

«Έλα μωρέ!» η τελευταία σου κουβέντα πριν φύγω. Όταν γύρισα δεν μιλούσες. Μόνο σημάδια.

Πατέρα μου! Από τη στιγμή που σου διάβασα την προσευχή της Παναγίας και σου έβαλα και λαδάκι απ’ την ιερή καντήλα του Αγίου Εφραίμ, όλα άλλαξαν!

Παναγιά μου, βάλε το χέρι σου! Άγιε Εφραίμ, κι Εσύ!

Όλα δείχνουν πως είσαι όπως τις προηγούμενες βραδιές. Ούτε μένεις, ούτε φεύγεις. Κοιμάσαι και βλέπεις όνειρα πολλά. Μάλλον διαπραγματεύεσαι. Μπορεί να έχετε συμβούλιο πάλι και κάτι ν’ αλλάξει στην απόφαση για καλό. Δεν ξέρω. Εσύ θα μου δείξεις.

....................................

Η Μαρία άργησε πάλι να έρθει. Της είχα τηλεφωνήσει για την «χαρά».

«Σε πήρα για να χαρείς. Ο πατέρας σου γύρισε! Η Παναγία και ο Άγιος Εφραίμ έκαναν πάλι το θαύμα τους!» της είπα.

«Σ’ ευχαριστώ που πήρες!» μου είπε εκείνη.

Όχι που δεν θα έπαιρνα! Τι είναι η χαρά; Τζάμπα πράγμα είναι. Να έχεις χαρά και να μην την δίνεις, σημαίνει κακός και όχι τσιγκούνης..

Χάρηκε η Μαρία! Ήταν δυνατόν;

Γύρισα από το καρτοτηλέφωνο και το είπα και στον παππού. Χάρηκε κι εκείνος.

Όλοι πετάγαμε σήμερα! Από χαρά!

Κάποιοι περίμεναν καμπάνες και εγώ ως καλός ρεπόρτερ είχα είδηση! Κρίμα που δεν χτυπάνε οι καμπάνες και στην χαρά. Κρίμα!

................................

Αποσπάσματα απ' το "Συγγνώμη, άντρα μου που αγάπησα τον πατέρα σου"

Δεν υπάρχουν σχόλια: