10:33 2/1/10
Αν και ξύπνησα από ένα άλλο παράξενο όνειρο (αφορά την μάννα και όχι τον Άγιο) κι ενώ έκλαιγα, έκλαιγα πολύ (σε καλό να μου βγει), αν και έχω πολλές δουλειές, κάθισα να γράψω την συνέχεια του τάματος της σκούπας.
Ήταν Δευτέρα πριν τα Χριστούγεννα, όταν η Βούλα μου είπε ότι θα πήγαινε Κυριακή στον Άγιο για το τάμα της και μου ζήτησε να πάω κι εγώ μαζί της. Μου είπε ότι θα πηγαίναμε πρωί και θα γυρίζαμε τ' απόγευμα.
Εκείνη τη μέρα ήμουνα βιαστική και δεν έδωσα σημασία στο πια Κυριακή εννοούσε η Βούλα. Της είπα μόνο:
"Να πάτε Βούλα μου, να κάνετε το τάμα σας και βοήθειά σας! Εγώ πήγα, κι αυτή τη φορά δεν συμπίπτουν τα τάματά μας. Εγώ όταν ξαναπάω, θέλω να σκουπίσω..."
Κι έφυγα γρήγορα.
Ούτε η Βούλα κατάλαβε πολλά, ούτε και είχα χρόνο να της εξηγήσω. Ήταν όμως σαν να της το είχα αποκλείσει, αν και δεν είπα "ΟΧΙ", ούτε όμως και "Ναι".
Τετάρτη πήγα να ψωνίσω στο μάρκετ που ήταν κοντά της. Μόλις με είδε με φώναζε απ' τον δρόμο:
"Κατερίνα, Κατερίνα, έλα σε θέλω!"
Πήγα κοντά της.
"Τι θα γίνει; Θα 'ρθεις; Βρήκα και την Λένα. Είπε δεν ξέρει. Τελευταία ώρα θ' αποφασίσει. Δεν είναι στα καλύτερά της τελευταίως".
Μέσα μου εκείνη τη στιγμή, ήμουνα σίγουρη πως η Λένα θα πάει. Για μένα όμως, δεν ήξερα. Ούτε που είχα προλάβει να το ξανασκεφτώ.
Κάπου εκεί της είπα για την σκούπα κι ότι όταν εγώ θα πάω, θέλω να έχω πολύ χρόνο μπροστά μου.
Μετά πήγα στο μάρκετ, ψώνισα και κάποια στιγμή βρέθηκα στον διάδρομο με τις σκούπες. Στάθηκα εκεί και τις κοίταζα. Όχι, δεν ήταν το δίλλημά μου αν θ' αγόραζα. Το δίλλημά μου ήταν πια να πάρω. Εγώ ήθελα ψάθινη και χωρίς κοντάρι και δεν είχε. Βρήκα φαράσι με κοντάρι και χωρίς και πήρα ένα χωρίς. Εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι το κοντάρι σήμαινε άνεση κι εγώ στον Άγιο όταν θα πήγαινα, ήθελα να κουραστώ, να ιδρώσω, να δώσω και την ψυχή μου! Πήρα και σακούλες για τα σκουπίδια, να έχω μαζί μου όταν πάω, γιατί εκτός από σκουπίδια, θα έβρισκα και πολλά ξερά φύλλα των δέντρων.
Έτσι σκεφτόμουνα.
Μετά πήγα για δουλειά και έστειλα έναν γνωστό μου να πάει μακριά να μου βρει μια καλή ψάθινη σκούπα.
Κι εκείνος βρήκε και μου την έφερε.
Είχα έτοιμα πια τα εργαλεία μου και επειδή δεν ήταν οποιαδήποτε "εργαλεία", τα άφησα δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ήξερα αν θα πάω μαζί με την Βούλα, εγώ πάντως τα είχα έτοιμα. Το πολύ πολύ να τα έστελνα, και όταν θα πήγαινα εγώ, θα αγόραζα άλλα.
Πήγε Πέμπτη, ξαναείδα την Βούλα, ανταλλάξαμε ευχές για τα Χριστούγεννα και τότε με ξαναρώτησε για το τι αποφάσισα, λέγοντάς μου πως την Κυριακή θα έφευγαν πρωί πρωί!
Όταν κατάλαβα πια Κυριακή εννοούσε, τρελάθηκα! Απέκλεισα το ενδεχόμενο να πάω, γιατί είχα τα παιδιά, η κόρη μου είχε έρθει από Αθήνα για την οικογένεια, δεν ήταν σωστό εγώ να λείπω, και εκτός αυτού, μπορεί να πηγαίναμε και στο χωριό.
'Άντε μωρέ! 'Ελα... Αφού πήρες και την σκούπα... Να! Θα 'ρθει και η Λαρίσα!"
"Δεν ξινίζει Βούλα μου, η σκούπα! Μια άλλη φορά! Αυτές οι μέρες είναι δύσκολες για μένα."
"Καλά! Όπως νομίζεις. Θα σου τηλεφωνήσω Σάββατο, για να μου πεις!"
Η σκούπα εκεί δίπλα στο δέντρο. Μέσα στη μεγάλη σακούλα με το φαράσι, τις σακούλες, το λάδι, τα ρεσώ και ότι άλλο συμπλήρωνα κάθε τόσο, γέμιζε. Τις λειτουργιές θα τις έπαιρνε η Βούλα απ' τον φούρνο όλες μαζί, οπότε δεν τις είχα έννοια.
Σάββατο τηλεφωνηθήκαμε.
"Επτά και τέταρτο να είσαι έξω απ' το σπίτι σου!"
Παράξενο. Δεν είχα πει, ούτε ναι, ούτε όχι, ακόμα. Η οικογένειά μου δεν είχε κανένα πρόβλημα, είχε προκύψει όμως η απρόσμενη εξέλιξη της υγείας του κυρίου Γιώργου και δεν ήξερα τι να κάνω.
Το πολύ πολύ, επτά και τέταρτο να τους έδινα την σακούλα μου...
Σάββατο βράδυ δεν κοιμήθηκα. Κυριακή πρωί ήμουνα στον δρόμο και τους περίμενα.
Φυσικά και ταξίδευα μαζί τους! Ήμασταν πέντε άτομα και οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί, χωρίς κίνηση κι ένας ολόλαμπρος ήλιος μας συνόδευε σε όλο μας το ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου