Ταμένο blog...
στίγματα κάποιων στιγμών
και θαυμάτων

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Πίστευε και μη ερεύνα

πηγή

Πίστευε και μη ερεύνα

Το απόφθεγμα Πίστευε και μή ερεύνα, είναι μία έκφραση που αποδίδεται κυρίως με αρνητικό περιεχόμενο, προσπαθώντας να δηλώσει ότι "η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις...ταυτίζεται προς την ευπιστίαν"[1].
Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, η έκφραση αυτή αποτελεί "ένα σύνθημα άγνωστης προέλευσης", το όποιο "δεν έχει καμία σχέση με το νόημα που έδωσε στη λέξη [πίστη] η ιουδαιοχριστιανική τουλάχιστον παράδοση"[2]. Η ανεξέταστη αποδοχή αρχών και αξιωμάτων δεν αποτελεί "αξίωμα ευαγγελικόν"[3] και η Ορθόδοξη Θεολογία σαφώς εναντιώνεται στο περιεχόμενο αυτό.

Πίνακας περιεχομένων

 [απόκρυψη

Η πηγή της Εκκλησιαστικής Πίστης

Όπως σημειώνει ο καθ. Νίκος Ματσούκας, "ατυχώς [...] επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα"[4].
Στην πραγματικότητα η πίστη στον εκκλησιαστικό Θεό δεν είναι "ανεξέταστη και αφελής αποδοχή μιας σχετικής διδασκαλίας". Αντιθέτως, "η αποδοχή αυτής της διδασκαλίας γίνεται με νου, λόγο, καρδιά, βούληση, με τη συνολική υπαρξιακή ενότητα [...] πρόκειται για μια δυναμική εμπειρία -νοηματικά ο όρος πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας μοιάζει με αυτό που λέμε εμπορική πίστη, πίστωση, άνθρωπο πίστης, εμπιστοσύνης!"[5]. Ο άνθρωπος άλλωστε, έχει διαμορφώσει όρους όπως "αξιόπιστο, αυτόπιστο, απιστία, πίστωση κ.λπ.", οι οποίοι εμπεριέχουν τη λέξη πίστη και συνδέονται "με συγκεκριμένες μορφές ζωής"[6] αποδεκτές από τον άνθρωπο στα πλαίσια της καθημερινότητάς του.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Εκκλησιαστική Πίστη δεν είναι θεϊσμός ή πανθεϊσμός, δεν αφορά μια απρόσωπη ανώτερη δύναμη, για την οποία επιχειρηματολογούμε για να την αποδείξουμε με όρους καθαρά φιλοσοφικούς περί πρώτης αρχής, περί πρώτου ακινήτου, περί ενστίκτου που οδηγεί όλους τους λαούς σε κάποιον θεό κ.λπ. Η πρώτη εκκλησία, όταν μιλά για πίστη στον Θεό, όχι μόνο δεν τη συσχετίζει με κάτι αφηρημένο ή με κάποιο "πίστευε και μη ερεύνα", αλλά αντιθέτως, αναφέρεται σε ανθρώπινο ιστορικό βίωμα, με βάση το οποίο, ανέπτυξε σταδιακά την εμπιστοσύνη της σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αυτό του Ιησού Χριστού και Θεού:
"Σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό"[7].
Αλλά και στη Χριστολογία του Αποστόλου Παύλου, εξέχουσα κατέχει θέση η διδασκαλία του για την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Όπως σημειώνει ο Κων. Σκουτέρης, "η όλη προοπτική του κηρύγματος του [Παύλου] προϋποθέτει το γεγονός, ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. "Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός" (Γαλ. 4:4). "Ο Χριστός το κατά σάρκα" προέρχεται από το ισραηλιτικό γένος (Ρωμ. 9: 3-5). Η βεβαιότητα ότι "εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν" (2 Κορ. 5:16) δεν τίθεται υπό όποια αμφισβήτηση. Για τον Παύλο το "μέγα της ευσέβειας μυστήριον" είναι ότι ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού "εφανερώθη εν σαρκί" (1 Τιμ 3:16), μπήκε δηλ. υπαρξιακά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία"[8].
Κατά συνέπεια, η Εκκλησία αποδέχτηκε την πίστη ως βίωμα και εμπιστοσύνη, και όχι ως κάτι με το οποίο "αποτυφλούται" ή υποδουλώνεται το λογικό του ανθρώπου[9], ούτε και προτρέπει σε κάτι τέτοιο. Και σε αντίθεση με το περιεχόμενο του "πίστευε και μη ερεύνα", η Καινή Διαθήκη διδάσκει ότι "εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων"[10].
Ακόμη δηλαδή και ο άνθρωπος που δεν έζησε από κοντά το γεγονός Χριστός, καλείται να εμπιστευθεί και να ελπίσει σε πράγματα που έχουν υπόσταση και μπορούν να ελεγχθούν. Θα μπορούσε π.χ. ο άνθρωπος να ελέγξει την αξιοπιστία των κομιστών του ευαγγελικού μηνύματος[11] ή να βιώσει το περιεχόμενο της πίστης κοντά στους αγωνιζόμενους -και γι' αυτό χαρισματικούς- μιμητές της ζωής του Χριστού. Θα μπορούσε να εμπιστευτεί την Παράδοση, διακρίνοντας την αποφασιστικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας "να παραμείνει πιστή στο παρελθόν της, στην αίσθηση μιας ζωντανής συνέχειας με την αρχαία Εκκλησία"[12], να μετάσχει στο Εκκλησιαστικό σώμα και να βιώσει μέσα στη θεία λατρεία όλο το περιεχόμενο της πίστεως, συνειδητοποιώντας τη σύνδεση της Ορθόδοξης λατρείας με το ίδιο το ιστορικό γεγονός Χριστός, όπου τα πάντα συμβαίνουν "Σήμερον"[13]. Θα μπορούσε να εξετάσει τα μνημεία της εκκλησιαστικής τέχνης, τα λειτουργικά, συμβολικά, υμνογραφικά, θεολογικά ή κανονικά κείμενα της Εκκλησίας ή τους βίους των αγίων της, τα οποία παραδίδουν μία ενιαία εμπειρία και μαρτυρία επί 2.000 χρόνια, από αμέτρητο πλήθος πιστών και αγίων.
Τελικά, ο άνθρωπος θα κατανοήσει "όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά", όχι διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά με "πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"[14], και έτσι το λογικό είναι αυτό που θα προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην "διά πίστεως αποδοχήν" εκείνου του περιεχομένου της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο[15]. Ακόμη και αυτό το κομμάτι όμως, η Εκκλησιαστική πίστη δεν το δέχεται χωρίς έρευνα, μόνο που η έρευνα αυτή είναι μιας διαφορετικής τάξης που ξεπερνά τις δυνατότητες της φυσικής επιστήμης. Η έρευνα αυτή περιλαμβάνει τρία στάδια: την Κάθαρση, το Φωτισμό, και κατόπιν τη Θέωση, τα οποία οδηγούν στη Σωτηριολογική γνώση περί του Θεού, με την οποία έγιναν κατανοητά όλα τα Μυστήρια περί την Αγία Τριάδα, όπως η σχέση των Θείων Προσώπων, η Ενανθρώπιση και η ένωση των δύο Φύσεων του Χριστού, η διάκριση Θείας Ουσίας και Θείας Ενέργειας κ.λπ.[16].

Οι Πατέρες της Εκκλησίας προτρέπουν στην έρευνα

Αυτός ο δρόμος για τη γνώση, που επιγραμματικά θα ονομαζόταν μίμηση Χριστού στα πλαίσια της Εκκλησίας, έχει διδαχθεί από τον ίδιο τον Χριστό ως αληθινή μαθητεία στα πλαίσια της πρώτης Εκκλησίας και ευχαριστιακής κοινότητας, αυτής των μαθητών[17]:
"Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς"[18].
Είναι προφανές πως όταν ο ίδιος ο Χριστός, η ίδια η Καινή Διαθήκη (ως καταγεγραμμένη, για σωτηριολογικούς λόγους, εμπειρία της πρώτης Εκκλησίας), προτρέπει στην βιωματική έρευνα με συγκεκριμένο δρόμο και συγκεκριμένο τρόπο, απορρίπτοντας το "πίστευε και μη ερεύνα", δεν θα μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά οι βασικοί εγγυητές της αυθεντικότητας της Εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλ. οι Πατέρες της Εκκλησίας. Γράφει ο Μ. Βασίλειος:
"Και ποιος θα έχη την ικανότητα και την τόλμην να εισχώρηση εις τα άδυτα; Ή ποίος θα ειμπορέση να ίδη τα απόρρητα; Διότι και το να ίδη κανείς αυτά, είναι ακατόρθωτον, και το να ερμηνεύση διά λόγων, όσα διά της διανοίας συλλαβή, εξόχως δύσκολον. Επειδή όμως και μόνον όταν προτιμήσωμεν να πράξωμεν τα πρέποντα, ο δίκαιος κριτής μας επιφυλάσσει όχι ευκαταφρόνητον ανταμοιβήν, ας μη διστάσωμεν να προχωρήσωμεν εις την εξέτασιν [...] εάν με την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος δεν απομακρυνθώμεν από το νόημα της Αγίας Γραφής, τότε και ημείς δεν θα κριθώμεν ως τελείως άξιοι απορρίψεως, και εις την Εκκλησίαν του θεού με την βοήθειαν της θείας χάριτος θα παράσχωμεν κάποιαν οικοδομήν και ωφέλειαν"[19].
Ενώ λοιπόν, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι απόρρητα τα μυστήρια του Θεού και απρόσιτη η θέα αυτών, μας προτρέπει να μην διστάζουμε στην έρευνα με την βοήθεια πάντα του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα υπάρχει Θεία δωρεά για την έρευνα αυτή[20].
Επίσης, ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, μας πληροφορεί πως ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη "γνώση των μυστηρίων" ή την "κατανόηση των κρυπτών" τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό (όχι βέβαια με ένωση κατά την ουσία αλλά κατά την ενέργεια)[21].
Το ίδιο και ο Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης (7ος αι.), στο έργο του με τίτλο Θεωρητικό διδάσκει ότι:
"Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση [...] Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις [...] Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη [...] Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα"[22].
Και ο όσιος Νικήτας Στηθάτος εξίσου μιλάει για έρευνα και εξηγεί τον τρόπο της έρευνας αυτής:
"Εκείνος που ακόμη καλύπτεται από την καταχνιά του γήινου φρονήματος, φωνάζει στο Θεό: ‘’Ξεσκέπασε τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου’’. Γιατί η άγνοια του χοϊκού νου...σκεπάζει τά μάτια της ψυχής...[από το] να εννοεί τα θεία...όταν ξεσκεπαστούν τα μάτια της [ψυχής] με τη μετάνοια, η ψυχή τα βλέπει καθαρά, τ' ακούει με γνώση και τα νοεί με σύνεση...και γεννά στην καρδιά της υψηλά νοήματα περί αυτών...αποκτά σαφή γνώση• και με λόγο σοφίας Θεού διηγείται σε όλους τα θαυμάσια αγαθά του Θεού...και παρακινεί όλους να γίνουν μέτοχοι τους"[23].
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Πατέρες όχι μόνο προτρέπουν στην έρευνα, αλλά επιπλέον υποδεικνύουν και τον τρόπο, δεν θα πρέπει να συγχέουμε κάποιες πατερικές ρήσεις με την έννοια της ανεξέταστης αποδοχής αρχών.
Τέτοιες φράσεις είναι, για παράδειγμα, του Θεοδότου Αγκύρας ("πίστευε τω θαύματι και μή ερεύνα λογισμοίς το γενόμενον"[24]), του Μ. Αθανασίου ("πίστευε εις πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα"[25]), του Ιωάννη του Χρυσοστόμου ("Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα. Πιστεύω, ουκ ερευνώ...ου διώκω το ακατάληπτον...ου μετρώ το αμέτρητον"[26]), του Εφραίμ του Σύρου ("πίστευε, μη ερευνών...ο Θεός ο Πατήρ έπεμψε τον μονογενή Υιόν...εσαρκώθη εν μήτρα της αγίας Παρθένου"[27]) κ.ά.
Όλα τα παραπάνω όμως, δεν αποτελούν απαγορεύσεις της έρευνας:
"Όταν η πατερική θεολογία επιμένει και επισημαίνει την αποφατική οδό, λέγοντας ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος, δεν αποσκοπεί να προβάλει έναν αγνωστικισμό ή σκοταδισμό ή την ανάγκη μιας αφελούς πίστης χωρίς έρευνα, κατά τη διασκεδαστική ρήση: πίστευε και μη ερεύνα. Απλούστατα, θέλει να μας πει ότι με την απλή παρατήρηση, με την επιστήμη και με τη φιλοσοφία δεν μπορείτε να γνωρίσετε το Θεό"[28].
Οι ρήσεις αυτές μας συμβουλεύουν, μόνο για εκείνο το κομμάτι της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο, "ν' αποφύγουμε τους μεταφυσικούς μετεωρισμούς του νου για την αναγωγή στο Θεό"[29], εξαιτίας της οντολογικής αδυναμίας του ανθρώπου να προσεγγίσει το Άκτιστο στην ουσία του. Ο άνθρωπος που το επιθυμεί, μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης που προσφέρουν τα φυσικά μέσα, με τη Θέωση, δηλ. με τη θεία ένωση που μπορεί να επιτύχει μέσω της αρετής και της μίμησης του Θεού η οποία τελεσιουργείται, ακριβώς, με την θεία χάρη[30].

Η αδυναμία του στοχασμού μπροστά στο Άκτιστο

Με τη διδασκαλία του αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού γίνεται φανερό πως όταν η πατερική θεολογία επιμένει και επισημαίνει ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος, έχει ως μοναδικό σκοπό να προστατέψει τον άνθρωπο από ένα βέβαιο αδιέξοδο αλλά και την αίρεση. Ο σημαντικός δογματολόγος, αποδεικνύοντας ότι η χρήση του ορθού λόγου σε θέματα Ακτίστου δεν συναντά κάποιου είδους ιερή απαγόρευση (ταμπού), αλλά είναι μονάχα θέμα οντολογικής αδυναμίας, χρησιμοποιεί τις παρακάτω εικόνες:
"Πηγήν ζωής νόησον τον Πατέρα, ως ποταμόν γεννώντα τον Υιόν, θάλασσαν το πνεύμα το άγιον• και γαρ η πηγή και ο ποταμός και η θάλασσα μία φύσις εστί. Ρίζαν νόησον τον πατέρα, κλάδον τον Υιόν, καρπόν το Πνεύμα το άγιον [...] Ήλιος ο Πατήρ, ακτίνα έχων τον Υιόν, θερμόν το Πνεύμα το άγιον. μη τόκον ακούων εκ πατρός, σωματικόν τόκον νοήσης• μηδ' ότι Λόγον ακούων, λόγον σωματικόν υπολάβης• μηδέ Πνεύμα Θεού ακούων, άνεμον και αναπνοήν νοήσης"[31].
Οι εικόνες αυτές, περισσότερο απ' ότιδήποτε άλλο κάνουν κατανοητό το οντολογικό πρόβλημα. Όλες οι παραπάνω προσπάθειες αναφέρονται σε ήλιο και ακτίνες, ποταμό και ρυάκια, δένδρο και κλαδιά, όμως τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν είναι η Αγία Τριάδα, τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν μπορεί να την περιγράψει. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα απαγόρευσης, αλλά μόνο ζήτημα οντολογικό, ότι ο άνθρωπος με τα μέσα της φυσικής επιστήμης δεν μπορεί να συλλάβει πράγματα διαφορετικής φύσεως και ουσίας. Όσο κι αν προσπαθήσει, δεν θα μπορέσει να καταφέρει τίποτε περισσότερο από το να ανακυκλώνει γνωστές εικόνες του περιβάλλοντος του, χωρίς ποτέ, καμία από αυτές να είναι η Αγία Τριάδα, διότι "πολύ υπέρ πάσαν εικόνα και τύπον η αγία Τριάς"[32].
Κατά συνέπεια "σε καμιά περίπτωση ο λόγος-διατύπωση δεν περιλαμβάνει, δεν περικλείει, δεν ορίζει την πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο, διότι η βιούμενη αλήθεια-πραγματικότητα είναι άκτιστη και ο λόγος-διατύπωση είναι επινόηση του κτιστού ανθρώπου. Αναλογία μεταξύ ακτίστου και κτιστού δεν υπάρχει. Επομένως μορφή, σχήμα, εικόνα ή λόγος, που όντως να αναλογούν στην αλήθεια και να την αποδίδουν, έστω μερικά, δεν μπορεί να βρεθούν"[33].
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός θυμίζει επιπλέον στον άνθρωπο το δύσκολο έως αδύνατο εγχείρημα που επιδιώκει: θέλει να πάει απευθείας στο πιο δυσκολοδιάβατο ερώτημα, "πώς η Τριάς υπάρχει Τριάς;" τη στιγμή που δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως ούτε καν τα του εαυτού του, π.χ. "πώς υπάρχει σου η ψυχή; πού κινείται σου ο νους;"[34].
Έτσι, όταν ο εξέχων αυτός Πατέρας της Εκκλησίας χρησιμοποιεί ως επίλογο τη φράση "πίστει μόνη απεριέργω δόξαζε"[35], δεν απαγορεύει τίποτα αλλά υπενθυμίζει στον άνθρωπο ότι οι προσπάθειές του να περιγράψει το Άκτιστο, αποτελούν αδιέξοδες διανοητικές ασκήσεις, στις οποίες αν επιμείνει μπορεί να κατασταλάξει σε αποτυχημένα συμπεράσματα προσεγγίζοντας την αίρεση.
Όποιος επιθυμεί να ερευνήσει το Άκτιστο σε πτυχές πέρα από αυτές που επιτρέπει η φυσική επιστήμη, μπορεί να ακολουθήσει το δρόμο που υπέδειξε ο Χριστός και οι Πατέρες, το "μείνητε εν τω λόγω τω εμώ...και γνώσεσθε την αλήθειαν"[36], και έτσι, με μια αληθινή εν Χριστώ μαθητεία, ως αποτέλεσμα θείου έρωτα που οδηγεί σε Εκκλησιαστική και Μυστηριακή ζωή, και απομάκρυνση του νου, του σώματος και της ψυχής από το υλιστικό φρόνημα, να ανοίξει ο δρόμος της γνώσης (η οποία φυσικά μοναδικό σκοπό έχει τη Σωτηρία των ανθρώπων και δεν είναι κάποια εγωκεντρική κατάκτηση).

Απόστολος Θωμάς

Συχνά ο Απόστολος και άγιος Θωμάς συνδέεται με ερμηνείες που αφορούν την έρευνα στην Εκκλησιαστική πίστη και σχετίζονται με την εξής περικοπή του Ευαγγελιστή Ιωάννη:
"Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ• ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει αυτώ ο Ιησούς• ότι εώρακας με και πεπίστευκας• μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες"[37].
Σχετικά με την ερμηνεία της περικοπής, αξίζει να επισημανθούν τα εξής:
  1. Εκείνος ο οποίος όχι μόνο επιτρέπει αλλά και προτρέπει στις πράξεις έρευνας, λέγοντας "φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε" και "φέρε την χείρα σου", είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κατ' αυτή την έννοια δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο Ιησούς επιτρέπει και προτρέπει σε πράξεις ανεπίτρεπτες ή έστω ασύμβατες με τη διδασκαλία Του. Επιπλέον, θα ήταν περισσότερο αναμενόμενο να ενημερώσει τον Θωμά για το σφάλμα της απαίτησής του και όχι να του στερήσει τη μακαριότητα εξαιτίας μιας πράξης στην οποία ο ίδιος τον προέτρεψε. Επίσης θα μπορούσε να παρερμηνευθεί μια τέτοια κατανόηση και να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς στερεί τη μακαριότητα από όλους τους αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής Του, οι οποίοι ως ιδόντες πίστεψαν[38].
  2. Η ομολογία του Θωμά "είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου", σύμφωνα με τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, αποδεικνύει τη Φώτιση του Αποστόλου, διότι "κανείς δεν μπορεί να πει ‘’ο Ιησούς είναι ο Κύριος’’, παρά μόνο με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος"[39].
  3. Σύμφωνα με τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, ο Χριστός είπε το "μακάριοι οι μη ιδόντες" όχι για να αποστερήσει τον Θωμά από τον μακαρισμό, αλλά για να παρηγορήσει και να ενισχύσει εκείνους που δεν θα είναι αυτόπτες[40].
  4. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο Ιησούς με τη φράση "μακάριοι οι μη ιδόντες", θέλησε να δείξει πως σε τίποτε δεν θα υστερούν οι μελλοντικές γενιές, από εκείνη τη γενιά των αυτοπτών μαρτύρων[41].
  5. Η Εκκλησία έχει αναγνωρίσει την αγιότητα του Αποστόλου Θωμά ο οποίος συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των Αγίων της όπως και οι άλλοι Απόστολοι, χωρίς να υστερεί σε τίποτε από εκείνους.