Ψιλόβρεχε.
Ποιος νοιάζονταν;
Είχα κι ομπρέλα.
Έτρεχα;
Πετούσα;
Τρίκλιζα;
Τί σημασία είχε;
Πρόλαβα να περάσω κι απ' το μάρκετ.
Το γατί, δεν είχε τροφή, απ' αυτή που τ' αρέσει.
Το μάρκετ δεν είχε και ρίο - μάρε!
Ξέμεινε!
Είναι οι μέρες τέτοιες, που το θυμήθηκαν...
Ας είναι.
Όλα, έπρεπε να χωρέσουν στην τσάντα μου...
Μη βρεθώ στην Εκκλησιά, με τις σακκούλες...
Χωράνε;
Χωρέσανε.
...Βέβαια... κρύφτηκαν τα φάρμακά μου, ο μετρητής μου, το νεράκι μου, το αλάτι μου... δεν πειράζει, Αν χρειαστεί, θα τα βρω.
Κι όταν έφτασα, κοντά, κοντοστάθηκα.
"Πού να έγινε η συζήτηση, χθες;"
Ολόφωτη Πέμπτη, τί όνειρο κι Αλήθεια!
...Πήγα απ' την πίσω πλευρά της Εκκλησίας...
Φωτογράφισα...
Σάββατο ήταν που ρώτησα:
"Πού συναντηθήκατε;"
"Πίσω."
Ναι. Στα σκοτάδια. Εκεί κρύβουν τις "αδυναμίες" τους οι άνθρωποι.
Ας είναι. Πέρασε κι αυτή η μπόρα.
Άργησε η αλήθεια, μα έφεξε, σίγουρα για όλους.
Μέρες έλεγα:
"Θα πάω την Παρασκευή στην Μεταμόρφωση του Σωτήρα, στον Βόλο."
Λες κι είχα ξεχάσει, πως υπάρχουν κι αλλού Σωτήρες... όχι μόνο στο χωριό, και συν τα ΟΛΟΦΩΤΑ... ΕΚΕΙ, θα πήγαινα, Αν, μ' αξίωνε!
Πλάνα, κουνημένα... πριν μπω.
ΟΙ Χαιρετισμοί είχαν αρχίσει.
Άργησα.
Μια ζωή, καθυστερημένη.
Κόσμος πολύς, καρέκλες γεμάτες, μια νύφη, μικρούλα, σκάλιζε τις αναμνήσεις μου. (Οκτώβρη 1982)
"Με ζαλίζεις..." της είπα.
Θυμίσου, άλλες στιγμές, κι είναι πολλές.
Νιώθω καλά, μη με χαλάσεις... πολλές εικόνες για χαιρέτημα... καθυστερείς, βαριά και η τσάντα... βαραίνεις, σε κοιτάνε;
Είδα φως, δεξία και μπήκα.
"Πώς μπορώ να ανέβω, πάνω;"
"Απ' την άλλη πόρτα..."
Βγήκα εκτός Ναού, μάλωσα πάλι τις ζητιάνες "Θα περιμένετε! Όταν βγαίνει ο κόσμος! Λάθος σας!"
"Δώσε, κυρία... Ψέματα, λες... φεύγεις. Δε θα μάς δώσεις..."
Έψαχνα πόρτα.
Δεν έδωσα.
Δεν είχα και για να βρω πάτο της τσάντας, τρέχα γύρευε.
Φωτογράφησα.
Η μηχανή στην τσέπη, σταθερά, εκτός απ' τα φάρμακα.
Λες, και είναι η Πρώτη βοήθεια.
Δακτυλόμετρο παλμών, μόνο πυξίδα, αν είχα, κι αυτή εύκαιρη...
Ξαναμπήκα, βρήκα την πόρτα, του ΕΠΑΝΩ...
Από Ψηλά, είναι πιο ήσυχα, από Ψηλά.
Σκοτεινή η σκάλα, την ανέβηκα.
Πόρτα και μπήκα.
Όρθια.
Μπορώ;
θα μπορέσω;
Κεφάλι ψηλά κι η Παναγιά στον μικρό τρούλο, κάτι είπε.
κατέβασα κεφάλι.
χαμηλά.
Όσο πιο χαμηλά, γίνεται.
Δε γινόταν...
Κοίταξα απέναντι.
Αν σωριαζόμουνα... θα ακουγόταν το γκαπ.
Κούτσουρο ο άνθρωπος, τί νομίζεις;
Αβέβαια βήματα με πήγαν στην άλλη πόρτα.
Ένα σκαμπό!
Να στυλωθώ...
Να λέει: "Χαίρε Νύμφη, Ανύμφετε...", κι εσύ, να προσεύχεσαι... μην πέσεις... μην διακόψεις την προσευχή των μετρημένων γυναικών, γύρω.
Κρίτσι - κρίτσι, έψαχνε το χέρι, βρήκε νερό, στυλώθηκε, σηκώθηκαν τα πόδια.
Το κολωνάκι, αγκάλιασμα... δε με βλέπουν...
Ανάγκη, για ορθοπεταλιά, στον Ακάθιστο Υμνο.
Ντροπή μου, η ανάξια.
Ζαλάδα κι έτσι.
Μια Αγιογραφία... έπαιζε μαζί μου.
Έκλεινα τα μάτια, τα άνοιγα, έπέμενε.
Δε θα με νικήσεις, είμαι εδώ, όσο κι αν το πολεμάς...
Ακάθιστος, κι εγώ, καθιστή, όλο και συρρικνωνόμουνα...
Ψηλά, ήθελες...
Τώρα;
Πώς κατεβαίνουν;
Μείνε, μείνε, προσευχήσου...
Κι άλλο.
Ήρθε μια κυρία. Έψαχνε για κάθισμα.
"Θα σας δώσω, σε λίγο το δικό μου... Θα φύγω... αλλά... μαζεύω τις δυνάμεις μου..."
Ανάγκη για βοήθεια, ήταν... δεν κατάλαβε, η κυρία.
Πώς, αν δεν εξηγήσεις;
Ποιος μπορεί, όμως, πάντα, να εξηγεί;
Ποιος;
Ποιος νοιάζονταν;
Είχα κι ομπρέλα.
Έτρεχα;
Πετούσα;
Τρίκλιζα;
Τί σημασία είχε;
Πρόλαβα να περάσω κι απ' το μάρκετ.
Το γατί, δεν είχε τροφή, απ' αυτή που τ' αρέσει.
Το μάρκετ δεν είχε και ρίο - μάρε!
Ξέμεινε!
Είναι οι μέρες τέτοιες, που το θυμήθηκαν...
Ας είναι.
Όλα, έπρεπε να χωρέσουν στην τσάντα μου...
Μη βρεθώ στην Εκκλησιά, με τις σακκούλες...
Χωράνε;
Χωρέσανε.
...Βέβαια... κρύφτηκαν τα φάρμακά μου, ο μετρητής μου, το νεράκι μου, το αλάτι μου... δεν πειράζει, Αν χρειαστεί, θα τα βρω.
Κι όταν έφτασα, κοντά, κοντοστάθηκα.
"Πού να έγινε η συζήτηση, χθες;"
Ολόφωτη Πέμπτη, τί όνειρο κι Αλήθεια!
...Πήγα απ' την πίσω πλευρά της Εκκλησίας...
Φωτογράφισα...
Σάββατο ήταν που ρώτησα:
"Πού συναντηθήκατε;"
"Πίσω."
Ναι. Στα σκοτάδια. Εκεί κρύβουν τις "αδυναμίες" τους οι άνθρωποι.
Ας είναι. Πέρασε κι αυτή η μπόρα.
Άργησε η αλήθεια, μα έφεξε, σίγουρα για όλους.
Μέρες έλεγα:
"Θα πάω την Παρασκευή στην Μεταμόρφωση του Σωτήρα, στον Βόλο."
Λες κι είχα ξεχάσει, πως υπάρχουν κι αλλού Σωτήρες... όχι μόνο στο χωριό, και συν τα ΟΛΟΦΩΤΑ... ΕΚΕΙ, θα πήγαινα, Αν, μ' αξίωνε!
Πλάνα, κουνημένα... πριν μπω.
ΟΙ Χαιρετισμοί είχαν αρχίσει.
Άργησα.
Μια ζωή, καθυστερημένη.
Κόσμος πολύς, καρέκλες γεμάτες, μια νύφη, μικρούλα, σκάλιζε τις αναμνήσεις μου. (Οκτώβρη 1982)
"Με ζαλίζεις..." της είπα.
Θυμίσου, άλλες στιγμές, κι είναι πολλές.
Νιώθω καλά, μη με χαλάσεις... πολλές εικόνες για χαιρέτημα... καθυστερείς, βαριά και η τσάντα... βαραίνεις, σε κοιτάνε;
Είδα φως, δεξία και μπήκα.
"Πώς μπορώ να ανέβω, πάνω;"
"Απ' την άλλη πόρτα..."
Βγήκα εκτός Ναού, μάλωσα πάλι τις ζητιάνες "Θα περιμένετε! Όταν βγαίνει ο κόσμος! Λάθος σας!"
"Δώσε, κυρία... Ψέματα, λες... φεύγεις. Δε θα μάς δώσεις..."
Έψαχνα πόρτα.
Δεν έδωσα.
Δεν είχα και για να βρω πάτο της τσάντας, τρέχα γύρευε.
Φωτογράφησα.
Η μηχανή στην τσέπη, σταθερά, εκτός απ' τα φάρμακα.
Λες, και είναι η Πρώτη βοήθεια.
Δακτυλόμετρο παλμών, μόνο πυξίδα, αν είχα, κι αυτή εύκαιρη...
Ξαναμπήκα, βρήκα την πόρτα, του ΕΠΑΝΩ...
Από Ψηλά, είναι πιο ήσυχα, από Ψηλά.
Σκοτεινή η σκάλα, την ανέβηκα.
Πόρτα και μπήκα.
Όρθια.
Μπορώ;
θα μπορέσω;
Κεφάλι ψηλά κι η Παναγιά στον μικρό τρούλο, κάτι είπε.
κατέβασα κεφάλι.
χαμηλά.
Όσο πιο χαμηλά, γίνεται.
Δε γινόταν...
Κοίταξα απέναντι.
Αν σωριαζόμουνα... θα ακουγόταν το γκαπ.
Κούτσουρο ο άνθρωπος, τί νομίζεις;
Αβέβαια βήματα με πήγαν στην άλλη πόρτα.
Ένα σκαμπό!
Να στυλωθώ...
Να λέει: "Χαίρε Νύμφη, Ανύμφετε...", κι εσύ, να προσεύχεσαι... μην πέσεις... μην διακόψεις την προσευχή των μετρημένων γυναικών, γύρω.
Κρίτσι - κρίτσι, έψαχνε το χέρι, βρήκε νερό, στυλώθηκε, σηκώθηκαν τα πόδια.
Το κολωνάκι, αγκάλιασμα... δε με βλέπουν...
Ανάγκη, για ορθοπεταλιά, στον Ακάθιστο Υμνο.
Ντροπή μου, η ανάξια.
Ζαλάδα κι έτσι.
Μια Αγιογραφία... έπαιζε μαζί μου.
Έκλεινα τα μάτια, τα άνοιγα, έπέμενε.
Δε θα με νικήσεις, είμαι εδώ, όσο κι αν το πολεμάς...
Ακάθιστος, κι εγώ, καθιστή, όλο και συρρικνωνόμουνα...
Ψηλά, ήθελες...
Τώρα;
Πώς κατεβαίνουν;
Μείνε, μείνε, προσευχήσου...
Κι άλλο.
Ήρθε μια κυρία. Έψαχνε για κάθισμα.
"Θα σας δώσω, σε λίγο το δικό μου... Θα φύγω... αλλά... μαζεύω τις δυνάμεις μου..."
Ανάγκη για βοήθεια, ήταν... δεν κατάλαβε, η κυρία.
Πώς, αν δεν εξηγήσεις;
Ποιος μπορεί, όμως, πάντα, να εξηγεί;
Ποιος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου