Ταμένο blog...
στίγματα κάποιων στιγμών
και θαυμάτων

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

5 της ΕΥΘΕΙΑΣ...












Χαράματα Σαββάτου, μια μαρουδίτσα ξύπνησε στην ζακέτα μου. Κάπως, θα μπερδεύτηκε… εκεί, κοντά στο δενδρολίβανο, όταν φρόντιζα το προσκυνητάρι.
«Καλώς τη να!»
«Πέτα – πέτα, μαρουδίτσα να πας στα χίλια πρόβατα…»
Σκαρφάλωσε στην οθόνη του υπολογιστή, τής ήταν κρύα κι άγνωστη.
«Καλή σου, μέρα, άντρα μου και Καλή δύναμη! Θα ξαπλώσω, κι εγώ, αλλά, αν δεν νιώθω καλά, πάλι, αύριο, να ξέρεις, θα πάω Νοσοκομείο. Να μην ανησυχήσεις! Εσύ, το πρόγραμμά σου. Εντάξει; Θα πάρω ένα ταξάκι και θα πάω.»
«Καλά. Να με ενημερώσεις, πρώτα.»
Καλά! (Δεν ενημέρωνα λεπτομερώς, την οικογένεια, ανησυχεί και δεν θέλω…)
Ξάπλωσα, μέχρι να κοιμηθώ εγώ, ξύπνησε η γειτονιά, φυσιολογική ζωή ζουν οι άνθρωποι, τα αφύσικα έχουν και ακριβό κόστος.
Ανάμεσα στο ξυπνητός και ξάπλα, προτιμώ το «όρθιος» και σηκώθηκα. Όταν είσαι όρθιος, κάνεις και κάτι, εννοείται. Γι’ αυτό και ξεκινάς. Να μαγειρέψεις, να πλύνεις πιάτα, να σκουπίσεις, να σφουγγαρίσεις, υπάρχουν δουλίτσες, δόξα τω Θεώ, πάντα θα υπάρχουν, για να μην σκουριάζουν πια, οι συνταξιούχες γυναίκες.
Κι εκεί που ξεκινάς, δυναμικά και με χαρά, γιατί νέα μέρα ήρθε στην ζωή σου, κι αυτό είναι ένα θαύμα που λίγοι το καταλαβαίνουν, σαν κάτι να γυρίζει, πάλι.
Η γη γυρίζει, εγώ ακίνητη, μια καρέκλα, να προλάβω, να πιαστώ ή να κάτσω. Αυτός ο ανεμοστρόβιλος, επιμένει να με ρίξει κάτω.
Το άπλωμα αναβάλλεται, το μαγείρεμα αναβάλλεται, όλα μπορούν να περιμένουν, ακόμα και οι άντρες.
Και η καρέκλα επισφαλής, κρεβάτι, πάλι εκεί η κατάληξη.
ΟΙ μετρήσεις δεν συμβάδιζαν. Κάτω του 51, δικαιολογούνται οι ζαλάδες, στο 115 όμως;
Τηλεφώνημα στον γιατρό.
«Να πας, τώρα, αμέσως, Νοσοκομείο! Να προλάβει να καταγραφεί…»
«Δεν προλαβαίνω… Δεν είμαι έτοιμη… Θα με κρατήσουν μέσα. Είπαμε… Περιμένω να βάλω μια υπογραφή. Μετά…»
«Δε σε κρατάνε. Ένα καρδιογράφημα θα σου κάνουν, μια ηρεμιστική  να ρυθμιστούν οι παλμοί και θα φύγεις.»
Νάτος κι ο γιος.
Τί πρόγραμμα έχεις λεβέντη μου;…
«…»
Θα στο χαλάσω… Συγγνώμη.
Με συνόδευσε. Δεν έφευγε, αν και τον έδιωχνα να τρέξει στο πρόγραμμά του.
Κοντά μου, πάντως, δεν ήταν. Δεν επέτρεπαν: «Οι συνοδοί έξω».
«Τι έχετε;»
«Τον τελευταίο καιρό… μπίρι μπίρι, αλλά σήμερα, δεν πάει άλλο, είναι ρίσκο.»
«Και γιατί ήρθατε εδώ;»
«Ο γιατρός μου, μού είπε, να τρέξω.»
«Κατάλαβα. Όλοι εδώ έρχονται…»
«Μην το λέτε… Δεν έρχονται όλοι εδώ. Πάνε κι αλλού…»
«Κι απ’ το αλλού, εδώ τους στέλνουν πάλι… Κατά τα άλλα, δεν είναι καλό το Νοσοκομείο… λένε.»
«Εννοούσα το αλλού, αλλού…αν δεν έρθεις.»
«Και για κείνο, από δω περνάς…» είπε χαμογελαστά η κυρία.
Εννοούσε το νεκροτομείο.
Διάλογος…
«Τα χαρτιά σου και περνάς αμέσως! Περαστικά σας!»
Άμα έχεις ιστορικό με κόκκινα λαμπάκια, έχεις και προτεραιότητα.
Καρδιογράφημα;
Καλό, σχετικά. Κατέβηκαν 85.
«Ναι, μα εγώ ζαλίζομαι…»
«Σας συνδέσαμε με το μίνιτορ, μην ανησυχείτε… Αιματάκι;»
Και περνούσαν οι ώρες, συνδεδεμένη… κι όλα γύριζαν, σαν όπως ποτέ, ξανά, ενώ ήμουνα ξαπλωμένη.
Κρατούσα γερά το ράντζο, μην πετάξει και πέσω.
Κάποιες στιγμές που έσβηνα, προλάβαινα να φωνάξω: «ΖΑΛΙΖΟΜΑΙΙΙΙ, κάν’ τε κάτι.»
Ασθενείς, έμπαιναν κι έβγαιναν. Σοβαρά έκτακτα, όχι σαν τα δικά μου.
Να ντρέπεσαι και συνάμα, να έχεις ανάγκη κι από βοήθεια…
Μη σου τύχει.
Το κινητό κι ο γιος, μ’ έσωσε. Βρες αλάτι, κι έλα μέσα, θέλω να πάω και τουαλέτα, κι έχω καλώδια…
Γύρισα απ’ την τουαλέτα, καλύτερα. Εκεί πήρα και το μισό χαπάκι, όπως θα έκανα σπίτι μου.
Το είπα. Δε με μαλώσανε. Με ξανασυνδέσανε με το μόνιτορ, μια χαρά!
Το παιδί ξαναβγήκε και να γυρίζει που λες η γη, πάλι, άλλο πράμα! Αν τ’ αποκτήσω κι αυτό, χάθηκα… Δεν υπάρχει σωτηρία.
Προσευχή;
Ρωτάς;
Έσφιγγα τον Άσσο στο μανίκι, «Βόηθα με! Δε θέλω να πεθάνω εδώ! Προτιμώ στο κρεβάτι μου!»
Κι Εκείνος, δεν απάνταγε.
Ο καρδιολόγος είπε, δεν είναι καρδιολογικό!
Παθολόγο να φωνάξετε!
Πρόληψη εγκεφαλικού, έκανες;
Όχι. Δεν συμφωνήσαν οι γιατροί μου… Είμαι πολύ νέα, λέει, για τόσο βαριά φάρμακα. Αν δεν αποδειχθεί κάτι, νόου.
Έφυγε! Κι έμεινα, πίσω απ’ την άσπρη κουρτίνα, μέσα απ’ την άσπρη κουρτίνα.
Εγώ και μια κυρία, στην αρχή.
Φοβισμένη. Άκουγα που την ρώταγαν: «Έχετε ξαναπάθει κρίση κολπικής μαρμαρυγής;
Όχι,  απάντησε εκείνη.
Μη φοβάσαι, της είπα, μετά. Περνάει. Στα 46 έπαθα την πρώτη. Ήρθε μαζί με την οικοδομή.
Επειδή εγώ ήμουνα συνδεδεμένη, πήρανε την κυρία σε άλλο παραβάν και φέρανε έναν κύριο, με έμφραγμα.
Η Γυναίκα του, δίπλα του, Φύλακας Άγγελος.
«Από τότε που τα κόψαμε όλα, όλο στα Νοσοκομείο είμαστε… Περιμέναμε την σύνταξη…» έλεγε νευριασμένος, εκείνος.
«Τί έκοψες, τον ρώτησα»
«Έκοψα τσιγάρο, έκοψα τα τσίπουρα, έκοψα τα κρασιά, τις μπύρες, τα κρέατα, έκοψα τις εκκλησιές…»
«Έκοψες τις εκκλησιές;»
«Ναι, έψαλνα Βυζαντινούς Ύμνους!»
«Τι λες, τώρα; Και φοβάσαι; Δεν είναι τυχαίο που βρεθήκαμε εδώ! Άκου, μη φοβάσαι! Θα γίνεις γρήγορα καλά! Μπορεί να σε κρατήσουν απόψε, μα γρήγορα θα βγεις! Δε ξέρω τι θα γίνει με μένα, πάντως, εσύ, ν’ αρχίσεις πάλι να ψέλνεις, ειδικά, αυτή την εποχή, μέχρι το Πάσχα! Άκου, εκεί! Έκοψε τις Εκκλησιές! Θα έρθω να σ’ ακούσω, να το ξέρεις!
Το χέρι μου ψαχούλεψε και μέσ’ την τσάντα, πέτυχα μια εικονίτσα του Αγίου Εφραίμ, την έδωσα στην γυναίκα  του, να την έχουν, να τους βοηθήσει!
Όταν ανασηκωνόμουνα, ένιωθα καλύτερα, ήταν και το αλατάκι και το χαπάκι που λειτούργησαν… κατέγραφε και το μόνιτορ, σίγουρες βελτιώσεις, φαντάζομαι!
Ξαναξάπλωσα, άντε πάλι τα ίδια.
Αν έκανε, τουλάχιστον ένα «μπιπ», κάτι θα πιάναμε, μα δε… η σύνδεση.
Κρατήθηκα πάλι γερά, σιωπηλή, πότε κλείνοντας και πότε ανοίγοντας τα μάτια, ενώ ο χρόνος είχε κολλήσει στο αργά, κάποια στιγμή, ήρθε μία γιατρός, με τα χαρτιά στα χέρια.
«Κυρία Παπ, το καρδιογράφημα ήταν καλό, οι εξετάσεις αίματος καλές, το μόνιτορ, δεν κατέγραψε κάτι ανησυχητικό, μπορώ να σας ξεσυνδέσω τώρα, να φύγετε…», είπε η γλυκιά κυρία γιατρός, ευγενέστατη.
Την άκουγα, και μού ‘ρχότανε να κλάψω.
Προσπάθησα να σηκωθώ, ήταν πολύ άβολο αυτό το ράντζο, ζαλιζόμουνα…
Της έπιασα απαλά το μπράτσο, την κοίταξα στα μάτια και της είπα:
«Μα, γιατρέ μου… Εγώ ζαλίζομαι. Πού με στέλνετε; Εδώ που ήρθα, ζαλίζομαι ακόμα και ξάπλα. Δεν μού έχει ξανασυμβεί, έτσι. Πού θα πάω; Είμαι νέα γυναίκα. Έχω υποχρεώσεις. Δεν μπορώ να ανταπεξέλθω. Ζαλίζομαι πολύ συχνά, τελευταία, κι αν δεν προλάβω να κρατηθώ ή να καθίσω, πέφτω…κι είναι επικίνδυνο το που μπορεί να πέσω…»
Κάτι τέτοια της είπα και η γιατρός, απόρησε, με λυπήθηκε, δεν ξέρω…. Νεότερη γιατρός είχε καταγράψει το ιστορικό.
Ξαπλώστε, πάλι, κυρία μου, λίγο, να σας εξετάσω…
‘Κοιτάξ’ τε εδώ, κοιτάξ’ τε, εκεί, κάντε αυτό, κάντε εκείνο…»
Έκανα, ότι έκανα, κι εκείνη συμπέρανε απ’ την εμπειρία της.
«Δε, μού λέτε. Είχατε ποτέ κάποιο πρόβλημα με τον αυχένα σας;»
«Τενοντίτιδες είχα, φόρεσα και κολάρο μια εποχή, πριν κάποια χρόνια, κάτι μού είχαν πει ότι στραβώνει, εκεί, στον λαιμό, δεν το έδωσαν όμως μεγάλη σημασία οι γιατροί, ούτε κι εγώ.»
«Να μας φέρετε την ακτινογραφία την Δευτέρα, να την δούμε.» είπε η γιατρός.
«Μα, γιατρέ μου, μια ακτινογραφία παλιά, μπορεί να δείξει το πρόβλημα, που τυχόν με βασανίζει τώρα;»
«Θέλετε να μείνετε κι άλλο; Να σας στείλω να βγάλετε τώρα; Πάντως, οι ζαλάδες δεν είναι απ’ την καρδιά σας!»
«Και βέβαια θα μείνω. Δεν επέμενα για καρδιά. Οι ζαλάδες με ένοιαζαν. Την πηγή τους ψάχνω.»
Εδώ που τα λέμε… είχα πολλές ώρες…
Κι εκεί στο ακτινολογικό, πέρασε η φιγούρα ενός γνωστού μου, με γκρίζα μαλλιά. Γέρασε κι αυτός. Στεναχωρεμένος… Δε με είδε… Δε θα με γνώριζε…
Δεν έτρεξα πίσω του. Και δεν μπορούσα και δεν ήθελα. Μ’ είχε βλάψει εσκεμμένα πολύ, δεν ήταν η σωστή ώρα της συνάντησής μας…
Αντοχές σωματικές και ψυχολογικές, πολύ περιορισμένες.
Και μετά, έφεραν μια γιαγιά μ’ ένα φορείο για ακτινογραφία.
Άκουσα το όνομα. Η μαμά του…
Να, γιατί πονούσε και δεν έβλεπε μπροστά του, ο παλιός γνωστός.
Με πόνεσε η εικόνα.
Μέσα μου, ευχήθηκα Υγεία στην μαμά του και να μην ταλαιπωρηθεί. Άγνωστοι για μένα άνθρωποι την συνόδευαν.
Δεν φταίνε οι μαμάδες, όταν τα παιδιά τους μορφώνονται πολύ και τα όποια γράμματα ή αριθμοί, τους χαλούν την ανθρωπιά τους…
Ξέρω, ότι πονάς, φίλος και κοίτα να δεις, σύμπτωση, για το Κεφάλαιο, πρώτο βιβλίο της μάννας μου, με είχες «τιμωρήσει», ανελέητα.
Χρόνια κρατάει αυτή η «τιμωρία». Δεν έχει τέλος… όπως και οι αριθμοί…
Εύχομαι να έχει Υγεία, η μαμά σου, να βρεις χρόνο, να πολλαπλασιάσεις τα συναισθήματα προς τους ανθρώπους, κι είναι η μόνη που μπορεί να στο διδάξει… (Τώρα τα γράφω. Εκεί, δεν τα σκέφτηκα όλα.)
Έφυγε η γιαγιά, κι έφεραν έναν νεαρό από τροχαίο. Μηχανάκι. Ανησυχία, αίματα, φίλοι. Έτρεξα και το Σταύρωσα, το παιδί! «Πώς σε λένε, αγόρι μου;»
«Πρόδρομο…»
«Πρόδρομε, μη φοβάσαι, τίποτα! Θα γίνεις καλά! Βάζω κι αυτή την εικονίτσα, μέσα στο μπλουζάκι σου, να σε προσέχει, ο Άγιος Εφραίμ! Ναι, παλληκάρι μου; Και να μην τρέχεις, από δω και πέρα…»
«Ναι και μ’ ευχαρίστησε, κι εγώ συνέχισα να σταυρώνω το παιδί, σαν παιδί μου…»
Κι ύστερα: Κυρία Παπ, ορίστε η ακτινογραφία σας!
Την κοίταξα. Παράξενο… Είχε τρεις γραμμές. Σα να γρατσουνίστηκε στο μηχάνημα; Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο.
«Τί γραμμές είναι αυτές; Τί σημαίνουν;»
«Θα σας πουν, οι γιατροί. Έχετε ευθειασμό.»
Άλλο και τούτο! Από πότε οι ευθείες είναι κακές;
«Το και το, μού λέει η γλυκιά γιατρός! Όλες οι ζαλάδες σας, προέρχονται από κει! Αναλόγως τις κινήσεις που κάνετε… Όταν σας εξέτασα, στο πάνω και στο κάτω, δεν σας λέω, τίποτα!»
«Τί να μού πείτε; Καταγράφοντας παλμούς, δεν σκέφτηκα να καταγράψω, ακριβής σκηνή ζαλίσματος! Είμαι τόσο υπερκινητική που, κι εκεί, πάλι θα τα μπέδευα.»
«Τώρα;»
«Τώρα, κολάρο, σωστή στάση σώματος, σωστή θέση υπολογιστή, φάρμακα, ξεκούραση και υπομονή, θέλει τον χρόνο του.»
«Μάλιστα, ΦΩΣ μου!»
Ήθελα να κλάψω από χαρά! Ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να την γυρίσω μια σβούρα, εκεί στην μέση της πίστας… της παραλαβής των εκτάκτων…! Ήθελα να την φιλήσω, ήθελα πολλά, μα γύρω μου, τόσοι άλλοι άρρωστοι, στεναχωρημένοι!... φοβισμένοι.
Της έσφιξα το χέρι, την ευχαρίστησα που μ’ άκουσε και με έψαξε στο παραπέντε (ενώ θα έφευγα), είδε τον θαυμασμό μου και την συγκίνησή μου, στα ήδη θολωμένα μου μάτια, είμαι σίγουρη.
Φεύγοντας, ζαλιζόμουν, φυσικά, μα με κρατούσε ο γιος. Κοίταξα το ράντζο. Είχε υπερυψωμένο το σκληρό σημείο του κεφαλιού, γι’ αυτό και οι πρωτόγνωρες ξαπλωτές ζαλάδες.
Ζορίζονταν οι ευθείες μου… και οι στροφές μου…
Βγαίνοντας για ταξί, είδα το προσκυνητάρι το μικρό. Σκοτάδια. Άγιε Εφραίμ, θα έρθω άλλη μέρα, είπα. Σε όλα τα μικρά προσκυνητάρια, το όνομά του, δίνω. Είναι ο Άγιος που σιωπά, για να σού γνωρίσει όλους τους άλλους Αγίους, συν τις Κορφές μας, Την Παναγιά και τον Χριστό. Ξέρει τον αυθορμητισμό μου, τόσα χρόνια, γι’ αυτό κι αυτή η οικειότητα, σα να είναι φίλος κι αδελφός. Ξέρω, με προσέχει…
Παραπέρα, στο μεγαλύτερο εκκλησάκι, η Παναγία, έφεγγε μέσα στη νύχτα, για όλους τους ασθενείς!
Κεράκι, Παναγιά μου! Κεράκι!
Τό’ κανες πάλι το θαύμα σου, κοντά στην γιορτή σου…
ΚΙ ήθελα να είμαι εκεί, (του Ευαγγελισμού…) αλλά… δεν πειράζει!
Σε βρήκα αλλού, πάντα σε βρίσκω!
Είναι πρωί Κυριακής, ώρα 8 και 09, κι ακόμα δεν έχω μάθει νέα για τον Απόστολο και τον Πρόδρομο.
Είμαι αισιόδοξη. Όλα θα πάνε καλά, για όλους!
Υγ. Χάρηκα (εγωιστικό, μεν…) που είχα κι άλλη εικονίτσα του Αγίου Εφραίμ, όταν έψαξα και δεν έδωσα, αυτή… την άλλη… του Βόλου!
Δεν την έπιασε το χέρι, ψάχνοντας, αλλιώς, βέβαια και θα την είχα δώσει!
Κι όμως, δεν είχα! Πού βρέθηκαν χύμα, μεσ’ την τσάντα μου;
Λες και γεννάει αντίγραφα…
Συμβαίνουν…
Κρύβονται, φανερώνονται, αποκτούν Ανώτερες Δυνάμεις κι αυτές, ανάλογα τα πρόσωπα που συμβολίζουν…
Έτσι πάει.
Κι ο Άσσος μου, έλαμψε και για μένα!
Άμα πιστεύεις, στα χειρότερα σκοτάδια να είσαι, όλα μπορούν να λάμψουν ξανά, καλύτερα από πρώτα!

Υγ. Αδιόρθωτο το κείμενο. Προέκυψε... Σ'χωράτε...
ΕΔΩ 
κι ΕΔΩ, γιατρός, καθόλου τυχαία!

2 σχόλια:

Κυκλαμίνα είπε...

Κυριακή 27 Μάρτη είναι τώρα. Ξημ. το έγραψα και αφορούσε το προηγούμενο Σάββατο.
Αργά... πάω, το ξέρω.
Κι αυτό προέκυψε.

Κυκλαμίνα είπε...

Κυριακή 24 Απρίλη, των Βαϊων.
Ξύπνησα... κι αυτό είναι Θεού Δώρο.
Σταυρό, Προσευχή και κοιμήθηκα. Δεν ήξερα για πόσο. Ούτε που τόλμησα να το πω. Δεν μπορεί να απασχολώ τα Νοσοκομεία σε κάθε γκάφα μου ή πείραμά μου...
Νταν, νταν, 11 ρολόι Αγίου Νεκταρίου, κι ας είναι παρά πέντε.
"Εγώ είμαι γιατρός!" έλεγε η μάννα.
Να, που πάλι την θυμάμαι, κι αναγκάζομαι να δοκιμάζω... να γίνω γιατρός του εαυτού μου... αφού οι πραγματικοί γιατροί, επιφυλάσσονται με μένα.
Έχοντας για Βοηθό τον Μεγάλο Γιατρό, ξύπνησα!...
Τώρα; Δεν ξέρω τι θακάνω με το πείραμα...
Θα δείξει...
Έχω δρόμους... Ποιον θα πάρω, τελικά, άγνωστον!
"ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!", Χριστέ μου, για ως εδώ!
Το στρίμωξα εδώ, δε θέλω να γίνει βούκινο.
Όταν είσαι αλλεργικός, δε σημαίνει πως είσαι και νεκρός!
Μαθαίνεις, ξυπνώντας...
"Η ταν ή επί τας", τό 'λεγε κι η μάννα, αλλιώς...
Μάννα, δεν πέταξα... ακόμα!